Page 73 - mag_88
P. 73
της Μαρίας Στρίγκου
https://meorio.blogspot.com/
Η κυρία Λόπη, από το Πηνελόπη, που ταξί. Έτσι, στο πρώτο που σταμάτησε
ζούσε στον τρίτο, ξύπνησε πολύ νωρίς δίπλα στο πεζοδρόμιο, ούτε που κοίτα-
τούτο το πρωινό. Αχάραγα σχεδόν. Έψη- ξα, άνοιξα την πόρτα με φόρα και μπαμ
σε το καφεδάκι της, φροντίζοντας η ζάχα- συγκρούστηκα με μια γιαγιά εβδομήντα
ρη ίσα να λερώσει τη μύτη του κουταλιού, Μαίων που πάσχιζε να αποβιβαστεί. Η
σαν τις χαρές που της επιφύλασσε η ζωή γιαγιά έβαλε τις φωνές, ο ταξιτζής το ίδιο,
της, πήγε να βουρκώσει μα το ανέβαλλε λίγο έλειψε να φωνάξω κι εγώ απ’ την
γι’ αργότερα, το ήπιε με δυο γουλιές δί-
τρομάρα μου. Μα πόσο ήταν το γιαγιου-
To εμβόλιο πλα στο παραθύρι της κουζίνας κι ύστε- δάκι, μια χούφτα άνθρωπος. Περιποιη-
ρα άρχισε να σενιαρίζεται σχολαστικά.
μένος άνθρωπος ομολογώ.
Στις δέκα που ήρθε το ταξί να την πάρει
Την κράτησα σφιχτά για να μην πέσει και
ήταν στην πένα. Μαλλί στερεωμένο με
λακ στο κρανίο, ταγιέρ αρουρί με ασορτί τη βοήθησα να ανεβεί στο πεζοδρόμιο
όσο ο ταξιτζής μας περιέλουζε και τους
μπλουζίτσα, έβαλε και μια σειρά μαργα- δυο με κοσμητικά επίθετα διόλου ευχά-
ριτάρια που είχε από τον γάμο της. Πω ριστα στο αυτί.
πω θα ξεχνούσα το κραγιόν, φώναξε 73 73
αλαφιασμένη και στάθηκε μπροστά στον Η γιαγιά, η κυρία Λόπη, όπως μου συστή-
καθρέφτη της εισόδου με τρεμάμενο θηκε αργότερα, πήγαινε στο Κέντρο Υγεί-
χέρι, να το περάσει στα χείλια της. Κάτι ας να εμβολιαστεί, και είχε ήδη αργήσει.
η τρεμούλα, κάτι το άγχος της έφυγε το Είχε αγωνία κιόλας μην της ακυρώνανε
κοκκινάδι και λέρωσε το πηγούνι της. το ραντεβού. Κι ήταν κι αυτή φαρμακο-
Όπως - όπως σκουπίστηκε, πήρε την ποιός τόσο στριφνή, πώς θα της έλεγε να
τσάντα την καλή, έριξε μια τελευταία μα- της το ξανακλείσει;
τιά στο είδωλό της και βγήκε. Την κοίταξα, την ξανακοίταξα, το ταξί είχε
Ο ταξιτζής που την είδε να μπαίνει στο πια αναχωρήσει κι εγώ ήμουνα σίγου-
όχημα στραβομουτσούνιασε. ρος πως θα αργούσα στη δουλειά, άσε
«Βάλτε τη μάσκα σας μαντάμ μην φάμε που μπορεί και να μην πήγαινα.
κανένα πρόστιμο» «Μα καλά, μόνη σας θα πάτε;» την ρώ-
Η κυρία Λόπη με αναστεναγμό έκρυψε τησα
το φρέσκο κοκκινάδι πίσω απ’ την ιατρι- Τα μάτια της, κάποτε θα ήταν πράσινα και
κή μάσκα. Τσάμπα πήγε η φιλαρέσκεια λαμπερά, τώρα έμοιαζαν με κιτρινισμένα
της τελευταίας στιγμής. Αλλά και πάλι, φύλλα πάνω σε ραγισμένο φόντο.
ένιωθε ευχαριστημένη που την είχε πρι- «Τα παιδιά μου δεν ζούνε εδώ. Η κόρη
μοδοτήσει. επαρχία κι ο γιος ταξιδεύει.» έτσι όπως
Είχα αργήσει στη δουλειά κι εκλιπαρού- μάσησε τις λέξεις στο τέλος, ένιωσα πε-
σα τη θεά Τύχη να μου στείλει ένα άδειο ρισσότερο παρά κατάλαβα, το παράπονο