Page 77 - mag_88
P. 77
της Δήμητρας Ξενάκη
Το Κόκκινο Μπαλόνι
Ο άνεμος έφερε στα πόδια μου ένα κόκ- ντανη, ένας μεγάλος φωτεινός ήλιος
κινο μπαλόνι. Ήταν ζαρωμένο, γεμάτο μεθυσμένος από το πάθος και την
χώματα, αλλά το αναγνώρισα. ορμή της ζωής. Κι άλλες φορές σε νιώ-
Ήταν το μεγάλο μπαλόνι, των παιδιών θω κόκκινη, ματωμένη και πληγωμέ-
της γειτονιάς. Αυτό, που στο τέλος της νη. Πετάγομαι στον ύπνο μου και ζητώ
μέρας, ξέφυγε από τα χέρια τους και παρηγοριά σε παλιές φωτογραφίες, σε
πέταξε ψηλά στον ουρανό. στιγμές που είχαμε μοιραστεί.
Θυμάσαι που είχαμε χάσει κι εμείς ένα
μπαλόνι; Πέρασαν μέρες απλές και μέρες γιορ-
Θυμάσαι που ανέβαινε... ανέβαινε τινές. Πέρασαν μέρες φόβου και μέρες
στροβιλιζόταν και οι ελεύθερες βαθιές δειλής ελπίδας. 77
ανάσες του έφταναν ως εμάς. Αγόρασα ένα κόκκινο μαντήλι, σαν το
Θυμάσαι που το κοιτούσαμε λυπημένοι, δικό σου. Θυμάμαι το μπαλόνι μας κι
μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μας; αναρωτιέμαι, ποιόν ουρανό να φωτίζει;
Κι όταν το θυμάμαι, βλέπω κι εμάς. Ένα
Είχε απομείνει μόνο το πάθος μας, να ζευγάρι, που ονειρευόταν.
βάφει τον ουρανό. Θυμάσαι; Στο κέντρο της Αθήνας, να
Εγώ ακίνητος, σ’εσφιγγα πάνω μου. κουβαλάμε φυλλάδια με φλογισμένα
Άκουγα μόνο τους χτύπους της καρδιάς μάτια.
σου. Στην αυλή του Σπύρου, να συναντιό-
- Δεν χώραγε εδώ, στη γη, σου είπα μαστε κρυφά και να τσουγγρίζουμε τα
- Κανένα όνειρο δεν κλειδώνεται σ’ένα κόκκινα αυγά, που μας είχε αφήσει στη
τόπο, είχες απαντήσει... φοντανιέρα.
- Θυμάσαι Μέλπω; Ξέρεις, εκείνο το Πάσχα, που είχαμε ζή-
σει κρυμμένοι, μόνο με θύμησες και μ’
Κι έπειτα πέρασαν οι μέρες. ένα τσούγγρισμα δανεικών αυγών , πα-
Έλειπες, δεν ήξερα πότε θα γυρίσεις. ραμένει το ομορφότερο της ζωής μου.
Λένε, πως δεν επιτρέπεται να γυρίσεις.
Εγώ εδώ κι εσύ -ακόμα- εξόριστη από Τώρα, σου γράφω για κάτι παράξενο,
τον τόπο μας. που έγινε χθές, ενώ έρχεται ακόμα ένα
Σταμάτησα να μετράω το χρόνο. Είσαι Πάσχα, χωρίς εσένα.
πάντα μέσα μου, μια παρουσία ολοζώ- Εκείνο το παλιό κόκκινο μπαλόνι που