Page 66 - mag_050
P. 66

ΜiKΡεσ ισΤοΡιεσ                             του Γεράσιμου Γεωργάτου


                έκδικηση
                κατα

                λαθος



               μεγάλου σαλονιού για να φύγω από το                   τρεμάμενο προσπάθησε να τραβήξει το
               οπτικό του πεδίο ελπίζοντας μήπως χτυ-                γέρικο κορμί από το χερούλι της ντου-

               πήσει και αυτή τη φορά το τηλέφωνο.                   λάπας. Ζαλίστηκε; Δεν ξέρω. Τινάχτηκα
               Ματαίως.  Τα  μικρά  γκρίζα  μάτια  πίσω              από την οροφή της ντουλάπας μέχρι το
               από τα χοντρά γυαλιά με ακολουθούσαν                  ταβάνι από τον βαρύ γδούπο που έκανε
               επίμονα και στο χέρι η χοντρή κυρια-                  πέφτοντας. Έμεινε ακίνητος στο πάτωμα.
               κάτικη εφημερίδα. Ένιωσα το άγχος και                 Ένα υγρό που άρχισε να τρέχει από το

               το φόβο να με κυριεύουν. Δεν άφησα                    αφτί  του έβαφε κόκκινο το παρκέ της
               όμως να με παραλύσουν. Έφυγα γρήγο-                   κρεβατοκάμαρας. Ήμουν ανακουφισμέ-
               ρα προς την κουζίνα και κρύφτηκα κάτω                 νη αλλά και ταραγμένη.

               από το βαρύ ξύλινο τραπέζι. Με είδε και               Από την τρομάρα μου δεν είχα ακού-
               προσπάθησε σκυφτός να με φτάσει. Με                   σει το κλειδί να γυρίζει στην εξώπορτα.
               γλύτωσε προς στιγμή η δυσκαμψία της                   Φορτωμένη με τα ψώνια και λαχανια-
               ηλικίας του.  Όμως επέμενε.                           σμένη η κυρία που φρόντιζε το μαγεί-

               Σύρθηκε κρατώντας την εφημερίδα σαν                   ρεμα όρμησε στο δωμάτιο. Μαρμάρωσε
               ρόπαλο κάτω από το τραπέζι. Δεν είχα                  για κλάσμα του δευτερολέπτου και ευ-
               παρά μια ακόμα επιλογή. Επιστράτευσα                  θύς αντέδρασε άμεσα αρπάζοντας το
   66
               το κουράγιο και τις δυνάμεις μου και                  τηλέφωνο.
               κατέφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα                     Το χέρι της άσπρισε από το σφί-
               στην  κρεβατοκάμαρα.  Λούφαξα  κρυμ-                  ξιμο στο ακουστικό περιμένο-
               μένη  στην οροφή της  ψηλής  δρύινης                  ντας να της απαντήσουν ενώ
               ντουλάπας. Εδώ δεν θα μπορούσε να με                  μονολογούσε φωναχτά, λες

               φτάσει. Τι διάολο. Γέρος άνθρωπος πού                 και ο γέρος ήταν σε θέση
               να σκαρφαλώσει;                                       να την ακούσει, «… και
               Υποτίμησα την επιμονή του. Μαζί με το                 στο ‘χα πει τόσες φορές,

               ρόπαλο, στο άλλο χέρι κουβαλούσε το                   τι θες και τις κυνηγάς τις
               σκαμπό από την κουζίνα. Ήταν αποφα-                   κωλόμυγες.»
               σισμένος για όλα. Δεν θα εγκατέλειπε
               εύκολα. Και το τηλέφωνο δεν έλεγε να

                χτυπήσει.
                  Είδα το πόδι με τη σκούρα καφέ δερ-
                     μάτινη παντόφλα να προσπαθεί

                        να τραβήξει και το άλλο πάνω
                                 στο σκαμπό. Το αδύνα-
                                    το ξερακιανό χέρι
   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71