Page 55 - mag_52
P. 55

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               «...Ένα αδημοσίευτο διήγημά μου, το οποίο αναφέρεται στα πά-

               τριά μου εδάφη, δηλαδή την Έδεσσα και τα περίχωρα και φτάνει

               λίγο και μέχρι τις ακτές της Κατερίνης. Συγκεκριμένα είναι μια

               διαδρομή από την Έδεσσα προς τη λίμνη Βεγορίτιδα περνώντας

               από το φράγμα του Άγρα και τελειώνει στον Μακρύγιαλο. Είναι

               συμπυκνωμένες οι παιδικές μου αναμνήσεις και μια διαθήκη που


               αφήνω στους νεότερους και πιο πολύ στο γιό μου...»




                                                                            Αλεξάνδρα Πιπλικάτση









               Το μεσημέρι ζεσταίνεται κάτω απ’ τη                   Εσύ μου σκουπίζεις το μάγουλο. Η
               μηλιά. Φορτώνεται μήλα και γέρνει                     μπλε ποδιά μου και η σάκα μου έχουν                        55
               πάνω μου. Η λίμνη με κυκλώνει. Το                     βραχεί. Μούσκεμα  τα βιβλία. Μού-

               χώμα γίνεται άμμος. κρατιέμαι απ’ τις                 σκεμα και τα τετράδια. σκόρπισαν τα
               ρίζες της μηλιάς που ξεγυμνώνονται.                   γράμματα.  Έγιναν  γαλάζια  θάλασσα
               και τότε σε βλέπω, γιε μου. «Φεύ-                     και ταξιδεύουν στα χέρια σου. «δεν

               γεις, μαμά;» με ρωτάς.                                είναι μόνο αυτά. Έχω και τούτα να σου
               Η λίμνη με συμπονάει, ρίχνει νερό                     δώσω», σου λέω κι ανοίγω τις χού-

               και κολυμπάω. Με συμπονάει η μη-                      φτες μου. στη μία ένα φύλλο, στην
               λιά, ρίχνει κλαδί και πιάνομαι.  «δεν                 άλλη ένας σπόρος. κρεμάω το σπόρο
               θα φύγεις έτσι. Άσε κάτι στο παιδί                    στο λαιμό σου κι αφήνω το φύλλο

               σου», μου λέει. Αισθάνομαι μια μι-                    στο χώμα. Αυτό ανοίγει μπροστά μας.
               κρούλα αύρα να μου χαϊδεύει τα μαλ-                   «Ανεβείτε», μας λέει κι εμείς ανεβαί-
                                                                     νουμε. καθόμαστε πάνω στο φύλλο
               λιά.  Μικραίνω.  καστανές  μπούκλες
 Ξεκι΄να ξανά αν θες!  βουτάνε στο μέτωπό μου, δύο δό-               και πετάμε. Πιανόμαστε απ’ το χνούδι

                                                                     του μην πέσουμε. Ο αέρας γαργαλάει
               ντια ετοιμάζονται να βγουν στη θέση
               εκείνων που έπεσαν και μια κόκκινη                    τις βλεφαρίδες μας. Ξεκαρδιζόμαστε.

               γρατζουνιά στο γόνατο μου λαμποκο-                    Το φύλλο μάς αφήνει στην ξυλοκερα-
               πά. Μου ’δωσε χάρη η μηλιά και το                     τιά. κόβουμε χαρούπια και πιπιλάμε
               μηλόζουμο τρέχει στο πηγούνι μου.                     τη γλυκιά μαύρη σάρκα τους. Μέσα

               «Τώρα σ’ αναγνωρίζουμε», μου λένε                     απ’ το τζάμι ο δάσκαλος δαγκώνει
               και η λίμνη και η μηλιά.                              τη βέργα του. «Ελάτε να σας μάθω τ’
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60