Page 56 - mag_52
P. 56
ΜiKΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ
Ξεκι΄να ξανά αν θες!
άμφια», μας λέει. «Τι να τα κάνουμε μι θα πέσει απ’ τον καταρράχτη, ενώ
τα άμφια, δάσκαλε; Πες μας για τα εμείς ακόμη θα φοράμε σοσόνια και
πουλιά», του λέμε. «Τ’ άμφια είναι θα πατάμε στην πίσσα που αφήνουν
χρυσά, αλλά αφού το θέτε, ελάτε να τα μεγάλα βαρέλια να κυλάει δίπλα
σας μάθω για τα ψάρια. Ορίστε, πάρτε στο σχολείο. δίπλα στα τσαντίρια
λίγη ρέγκα να δοκιμάσετε», μας λέει των τσιγγάνων.
και μας δίνει ένα αλμυρό κομμάτι Μαζί με τα γυφτόπουλα τσαλαβουτά-
της. «καημένη ρέγκα, όλοι σε τρώνε, με στην πίσσα. Η κρούστα της σπάει
μα εμείς προτιμάμε τα ζωντανά». Έτσι κι από κάτω λαμποκοπά η ζουμερή
φωνάζουμε και μ’ ένα πήδο βουτάμε της σάρκα. Οι πατούσες μας μαυρί-
τα πόδια μας στο ποταμάκι. ζουν. Τρίβουμε ανάμεσα στα δάχτυ-
Τα βρύα κάνουν παρέα με τα δάχτυλά λα να φύγει η μαυρίλα. «Αχ! Αν σας
μας. δίπλα κοάζουν τα βατράχια. Ψα- πιάσει η μάνα σας!» φωνάζει η γιαγιά
ράκια δαγκώνουν τη φτέρνα μας. Τα μου, η προγιαγιά σου. «Γιαγιά θα μας
πλατάνια πίνουν νερό κι έχουν χο- προδώσεις;» ρωτάμε εμείς. «Ελάτε
ντρύνει. δεν τα χωρά η αγκαλιά μας. εδώ, ζουλάπια. Θα σας πω ένα πα-
56 Χωρά όμως τα μυρμήγκια και τις πα- ραμύθι. Ας κάνουμε το σταυρό μας»,
σχαλίτσες που περπατάνε πάνω στη λέει εκείνη κι εμείς ξαπλώνουμε να
μύτη και στ’ αυτιά μας. Οι κερασιές κοιμηθούμε δίπλα στο ξύλινο ραδι-
προτιμούν τις μέλισσες. Χώνουμε τα όφωνο με τα βουητά, κάτω απ’ την
χέρια μας ανάμεσα στα κεντριά τους. πικέ κουβέρτα, παρέα με λύκους και
Θα φάμε κι εμείς κεράσια. Θα βάψου- νάνους, ξωτικά, νεράιδες και το μι-
με τα χείλη μας κι ύστερα θα σκύψου- κρό Χριστό.
με να πιούμε νερό απ’ την πέτρινη Ύστερα τον πιάνουμε απ’ το χέρι κι
βρύση. ανεβαίνουμε στο δάσος. Ακούμε
«Ελάτε να σκάψουμε τον κήπο», φω- τριζόνια, αηδόνια και καρδερίνες.
νάζει ο δάσκαλος. καημένε, δάσκα- Πέφτουμε μούρη με μούρη με τους
λε, οι πυράκανθοι δεν τρώγονται. σκαντζόχοιρους και την πονηρή την
Τους καρπούς τους βάζουμε στα φυ- αλεπού. κόβουμε κλαδάκια και τα
σοκάλαμα και στοχεύουμε τους αντί- κάνουμε σπιτάκι για τον σκίουρο.
παλους. Ύστερα όλοι μαζί παίζουμε κάποια λαξεύουμε με το μαχαίρι και
κουτσό, λάστιχο και σχοινάκι, μακριά σκαλίζουμε τα ονόματά μας στις πέ-
γαϊδούρα κι ένα λεπτό κρεμμύδι. κι τρες, κάτω από ’κείνα των προγόνων.
όταν κουραστούμε απ’ τα μήλα, θα Γλιστράμε πάνω στ’ αρχαία βράχια μ’
καθίσουμε δίπλα στ’ ορμητικό πο- ανοιχτές τις αγκαλιές. «κι εσένα σε
τάμι. Θ’ αφήσουμε την άχλη να μας σταυρώσανε; Γιατί; Θα κλαίμε», έτσι
ραίνει τα μαλλιά. Ο κύριος δεν ξέρει του λέμε. «Ναι, αλλά μη στεναχωριέ-
κι ας λέει πως μεγαλώσαμε. Το ποτά- στε τώρα. Πάμε να κλέψουμε φρά-