Page 58 - mag_52
P. 58

ΜiKΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ                           της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση




             Ξεκι΄να ξανά αν θες!





               με», σου λέω και πηδάμε στον αχυ-                     καλά. Να ταξιδέψεις πάνω στο φύλλο.
               ρώνα. Ανακατευόμαστε με τις μπάλες                    κι όταν θέλεις να σταθείς, τότε φύτε-
               το σανό. σκαρφαλώνουμε στα δεμά-                      ψε το σπόρο. Φρόντισέ το δέντρο σου

               τια και προσγειωνόμαστε στον κάμπο                    κι απόλαυσε τους καρπούς του και με
               ανάμεσα στα καλαμπόκια και τις μη-                    καινούρια φύλλα και με καινούριο
               λιές.                                                 σπόρο ξεκίνα ξανά αν θες», σου λέω
               «Μαζέψτε τους πεσέδες», φωνάζει ο                     και σε φιλώ. «Θα μπορέσω, μαμά;»

               παππούς σου και κυνηγάει τον όφη                      με  ρωτάς.  «Ναι.  Τώρα  ξέρεις»,  σου
               τον καταραμένο που τυλίχτηκε στον                     απαντώ πριν κλείσω τα μάτια.
               κορμό. Ο Τζακ γαβγίζει. Η γιαγιά σου
               στρώνει στην πετσέτα τυρί και καρ-

               πούζι.  Η προγιαγιά σου ραντίζει τις
               μηλιές και το αμπέλι με γαλαζόπετρα
               κι εμείς το βάζουμε στα πόδια. Φτά-
               νουμε λαχανιασμένοι στην αμμουδιά.

               «Γαλάζια που ’ναι η λίμνη!» φωνά-
               ζεις. «Έλα να κολυμπήσουμε», σου
   58          λέω και βουτάμε. κρατιόμαστε απ’ τη

               μαύρη σαμπρέλα κι αγναντεύουμε τη

               χιονισμένη κορυφή απέναντι. «δεν
               λιώνουν τα χιόνια ποτέ εκεί;» ρωτάς.
               «σε κάποια μέρη δεν λιώνουν ποτέ.
               Να είσαι προετοιμασμένος», σου λέω

               και σ’ ανεβάζω πάλι στη βάρκα μας.
               «Πάμε στη θάλασσα να φάμε λου-
               κουμά;» λέω.
               στην ακροθαλασσιά το κύμα παίζει με

               τα πόδια μας. Η ζάχαρη απλώνεται
               στα χείλη μας, γεμίζει το στόμα μας κι
               εμείς την καταπίνουμε λαίμαργα. «Να
               μιλήσουμε  κορακίστικα;»  με  ρωτάς.

               «Όχι, άλλο», σου απαντώ. σε παίρ-
               νω αγκαλιά και ξαπλώνουμε στη σκιά
               του βράχου. «Μεγάλωσες, μαμά;»
               ξαναρωτάς. «Μπορεί και να μεγάλω-

               σα, μπορεί και να κουράστηκα λίγο.
               Όμως, εσύ, κοίτα! Θα έχεις πάντα κο-
               ντά σου αυτά. Βιβλία και τετράδια, το
               φύλλο και το σπόρο. Να τα φυλάξεις
   53   54   55   56   57   58   59   60   61   62   63