Page 57 - mag_52
P. 57
της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση
ουλες απ’ την κυρά- Φανή;» λέει και ανάψει το μαγκάλι και ψήνει πιπεριές.
μας κλείνει το μάτι. Το φωτοστέφανό «Πάμε να μαζέψουμε σταφύλια», μας
του γίνεται ήλιος. λέει και ζεύει το γαϊδαράκο με το σα-
Η κυρά – Φανή μας προσφέρει καρύ- μάρι. Μπροστά του αυτή, πίσω του
δια, κάστανα και κεφτέδες. «Να πάμε εμείς, το μονοπάτι δεν μας χωράει,
κι έναν στον μπαμπά, στον παππού οι οπλές του ισορροπούν στο γκρε-
σου», λέω και τρέχουμε στο πλακό- μό. Μικρές πετρούλες κατρακυλάνε
στρωτο, ανάμεσα στις βέσπες και στις με θόρυβο. κατρακυλάμε κι εμείς.
γάτες, για να τον βρούμε. Ψέλνουμε Φτάνουμε στην «Παναγία». Τα καντή-
τα κάλαντα με συνοδεία χάλκινων κι λια στολίζουν τους τάφους. «Ν’ ανά-
αυτός μας καλωσορίζει με τον ιδρώτα ψουμε ένα κερί στους πεθαμένους»,
του και μας χαμογελά. Η μαμά, η για- ακούμε να μας λέει. «Θ’ ανάψουμε»,
γιά σου μας κυνηγάει να βάλει ιώδιο της λέμε, αλλά νιώθουμε ένα σύ-
στις πληγές μας. Ο παππούς, ο προ- γκρυο να διαπερνά τη ράχη μας. Είναι
πάππους σου μας καλεί. «Ελάτε κι που η γιαγιά, όταν έχει χιόνι πολύ,
έχω αγοράσει ζαχαρούχο να πιείτε», ανάβει τη στόφα και ψήνει γριβάδι
φωνάζει. Τα μαλλιά μας ανεμίζουν πλακί που πάει με το τσίπουρο κι ο
στ’ ανοιχτό παράθυρο του οτομοτρίς. θείος το πίνει και λέει για την μαυ-
Η κάπνα του μας χτυπάει τα ρουθού- ροντυμένη κυρά που κάνει θαύματα.
νια. «Φύγαμε», φωνάζουμε. Ανεβαί- κρυβόμαστε στην καλύβα ενθύμιο
νουμε πάλι στο φύλλο και πλέουμε του εμφύλιου. «Μη φοβάστε», μας
ανάποδα. Πάμε προς τις πηγές. λέει και μας δίνει ένα καλάθι ψάθινο.
Περνάμε το φράγμα που ασθμαίνει Το γεμίζουμε σταφύλια και κατηφο-
κι ανεβαίνουμε. Οι κύκνοι απλώνουν ρίζουμε ακολουθώντας τα μοσχάρια.
τα φτερά τους δίπλα μας. Οι πάπιες Με μακριές βεργούλες ανακατεύουμε
φωνάζουν στις καραβίδες. «Τα παι- τα κόπρανα τους να γίνουν λίπασμα.
διά πετάνε πάνω απ’ τα βούρλα. Για κάτω απ’ τη συκιά ανακατεύουμε και
δέστε!» «Ξέρουν αυτά», λένε τα νε- το νερό μέσα στο βαρέλι. Αναστατώ-
ρόφιδα και τα χελιδόνια θα μας πάνε νονται τα σκουληκάκια και τα ζουζού-
στο πετρόσπιτο. Τρέχουμε να καλη- νια που κάνουν το μπάνιο τους. Ανά-
μερίσουμε την αγελάδα. Το άλογο μεσα στις φασολιές και τα κολοκύθια
μασουλάει άχυρο και μας ξεσκονίζει φυτρώνουν καυτερές πιπεριές. «Πι-
με την ουρά του κι οι κότες κακαρί- πέρι θα σας βάλω στο στόμα», φω-
ζουν για το πρώτο τους αυγό. σκαρ- νάζει ο παππούς κι ο τρελό- Μπίλης
φαλώνουμε στο κοτέτσι, μαζί με τις μας κυνηγάει και μας ρίχνει πέτρες.
κοτόψειρες που θα φωλιάσουν στα Φτύνουμε κουκούτσια από κορόμηλα
μαλλιά μας, για να κλέψουμε τ’ αυγά και τζίτζιφα. Μαλώνουμε τη γάτα και
τους, να μας ζεστάνουν τις χούφτες. τραβάμε το σπουργίτι μισοπεθαμένο
Η γιαγιά μου, η προγιαγιά σου έχει απ’ τα δόντια της. «Έλα να πετάξου-