Page 60 - mag_54
P. 60

ΜiKρεσ ΙσΤορΙεσ


                              «Ευχή γονέων
                          έπαρε και στα βουνά
                                 περπάτει»
                           Οι ευχές και η αυτοαναφορικότητα
                                στον καθημερινό λόγο

               νητο θα παίρνει το πρώτο του πτυχίο,                  ο Απόλλων στην Κυμαία Σίβυλλα και
               θα παντρεύεται, θα υποδέχεται το πρώ-                 έφτασε η κακομοίρα να ζει τόσο πολλά

               το του παιδί και άλλα πολλά καλά που                  χρόνια και να ζαρώνει και να γίνεται
               μπορεί να κάνει.                                      σαν ξεραμένο τζιτζίκι. Και όταν τη ρω-

               Και  εκεί  που  τώρα  εντελώς  κυριολε-               τούσαν: «Τι θέλεις, Σίβυλλα;», εκείνη

               κτώ είναι όποτε εύχομαι σε κάποιον                    απαντούσε: «Αποθανείν θέλω».
               που παλεύει για το μεροκάματο «καλές

               δουλειές».                                            Κλείνω τη σιβυλλική παρένθεση και
               Με διπλή σημασία. Και να έχει δου-                    περνάω στις ευχές του θανάτου.

               λειές  αλλά  και  να  τις  κάνει  καλά  κι            «Ευχές Θανάτου; Ευχές ή κατάρες;»
               ανταποδοτικά.                                         Σαν να νιώθω το ερωτηματικό ρίγος

               Καθώς μεγαλώνω, δεν ντρέπομαι πια                     που προκαλεί ο συνδυασμός των λέξε-
               να εύχομαι απλόχερα. Δεν τσιγκου-                     ων «ευχή» και «θάνατος».

               νεύομαι τις ευχές, τα συγχαρητήρια, τα                Μην ανησυχείτε.
               μπράβο, τις καλολογιές. Ναι, δεν ντρέ-                Δεν αναφέρομαι σε κατάρες. Ο τίτλος
   60          πομαι  που αρχίζω να μοιάζω με κάτι                   είναι σαφής. Μόνο για ευχές σκοπεύω

               γριές ή γέρους σε χωριά, με γλυκές                    να μιλήσω.

               ρυτίδες, κόκκινους σβέρκους και αργα-                 Αλλά οι ευχές του θανάτου είναι ίσως
               σμένα χέρια, που μοιράζουν σπάταλα                    από τις πιο συνειδητές και πιο αυτο-

               τις ευχές τους γιατί έχουν μάθει ότι όσο              αναφορικές ευχές. Είναι οι τελευταίες
               πιο πολλά δίνεις τόσο πιο πολλά θα                    ευχές που δίνει σε κατιόντες του ένας

               πάρεις, κάτι σαν λίπασμα στα σπαρμέ-                  γονιός, μάνα ή πατέρας, ένας συγγενής
               να, σαν όργωμα, σαν τη φροντίδα της                   σε αγαπητά του πρόσωπα ή ένας φίλος

               γης και τους κόπους για το ημέρωμα                    σε φίλο και φίλους. Και νομίζω ότι αυ-
               των δέντρων που σου γυρίζουν μετά                     τές οι ευχές εδράζονται στη βαθιά πίστη

               διπλοί και τρίδιπλοι.                                 του ευχέτη ότι κάποια καλή δύναμη ―

               Ανοίγω εδώ μια παρένθεση και ―αυ-                     Θεός ή άλλο― θα μετατρέψει αυτές τις
               τοαναφορικά― σημειώνω ότι έχω πά-                     ευχές σε κάτι καλό και για την ψυχή

               ψει εδώ και χρόνια να εύχομαι σκέτα                   του, που είναι έτοιμη να λύσει κάβους
               «χρόνια πολλά». Προσθέτω πάντα το                     αλλά και για το αγαπημένο πρόσωπο

               «και καλά» ή «και ευτυχισμένα».                       που πια δεν θα έχει την νοητή ή και
               Κι αυτό από φόβο, μην τυχόν και πιά-                  υλική προστασία του απογειούμενου

               σει  η ευχή  μου για  «χρόνια πολλά».                 ευχέτη.
               Πάρα πολλά όμως! Κάτι σαν την αθα-                    Η ευχή του ετοιμοθάνατου είναι κάτι

               νασία χωρίς νεότητα που πρόσφερε                      που έμεινε στη γλώσσα μας με εκφρά-
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65