Page 73 - mag_59
P. 73
ÑÅÔ ¹ÊÅÑÏ¾Ô ÂËÈÅ
στα βράχια, το κορίτσι που έκανε από κεί βουτιές, η έφηβη
που ένιωσε εκεί τόση ευτυχία όταν άγγιξε το χέρι του Αρ-
γύρη, η ώριµη γυναίκα που εξοµολογιόταν καθηµερινά στα
νερά που αυλάκωναν την ακτή...
Η θάλασσα τα 'ξερε αυτά, όπως ήξερε και τα κατοπινά σκα-
µπανευάσµατα του δρόµου της. Μπορεί να 'ξερε κι αυτά που
θα 'ρχονταν... Ποιός ξέρει;
Αυτό που µέτραγε για την Εύα, ήταν ότι έµενε πάντα η ίδια
πιστή φίλη, που έπαιρνε τις στιγµές της, τις ξέπλενε, και τις
επέστρεφε διαυγείς. Θάλασσα και κάθαρση. Η ίδια έννοια.
Συνέχισε να χαζεύει τους αφρούς, που έκαναν τα νερά καθώς
αναδιπλώνονταν µπροστά της. Έφτιαχναν µικρές, σταγόνες, 73
που πετάγονταν ψηλά και ζούσαν µια στιγµή µόνο!
Είχαν το δικαίωµα ν'ανυψωθούν και να λάµψουν για µισό λε-
πτό! Κι έπειτα πάλι πισω. Για να πάνε αλλού, για να χαθούν
στο βυθό ή να ξανάρθουν ψηλά ακολουθώντας άλλο κύµα
«Σαν τη ζωή»- σκεφτόταν.
Μια θάλασσα που πηγαινοέρχεται. Στιγµές - σταγόνες που
ανυψώνονται, ξαναφεύγουν στο βυθό τους και χάνονται απ'
τα µάτια, αλλά όχι απ΄ τη θύµηση.
Κι ανακουφιζόταν, που και η δική της ζωή, είχε ακολουθή-
σει, την ίδια φυσική πορεία της θάλασσας
«Αντίγραφο δικό σας, είµαι - έλεγε - στα νερά» και ρίζωνε
όλο και πιο βαθειά στα λυτρωτικά βράχια της...