Page 72 - mag_59
P. 72

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ "ΚΑΜΩΜΑΤΑ"









               Στην ακτή. Κάθαρση...







               Ερχόταν κάθε σούρουπο, σε µιάν άκρη της ακτής. Καθόταν

               πάντα στη ίδια θέση, στον ίδιο βραχο.


               ∆εν ήταν πιά νέα. Όµως, πέταγε τα παπούτσια της κι άπλω-

               νε τα πόδια της, εκεί που έσκαγε το κύµα.


               «...είµαι ακριβώς αυτό το κύµα, που ξεδιπλώνεται, σκεφτό-

               ταν, και µετά θάµαι το άλλο, και το επόµενο... Καθε κύµα


               κι ένα µικρό εγώ. Μ' όλα τα λόγια, που δε χώρεσαν στο

               µπουκάλι που πέταξα στα νερά...»


               Πόσες ζωές να'κλεινε σ’ενα µπουκάλι; Πόσες αράδες νάγρα-
   72
               φε στο χαρτί; Γελούσε τώρα  η Εύα, µ’ εκείνες τις σκέψεις.


               όπως γελούσε και µ’όσους νόµιζαν, πως οι κουβέντες µε τη

               θάλασσα, ήταν λόγια που τα 'παιρνε ο αέρας.


               Εκείνη ήξερε καλά, πως αυτά τα λόγια δεν χάνονταν στον

               αέρα. Πήγαιναν στα θαλασσινά νερά, που τα στροβίλιζαν, τα


               κατάπιναν και τα παίρναν µαζί τους,  να τα δουν καλύτερα,

               να τα φτιάξουν εικόνες διάφανες και να τις τα επιστρέψουν


               ολοκάθαρα, χωρίς τη σκόνη της νοσταλγίας ή της απορίας.

               Η κουβέντα της µε τη θάλασσα ξεδιπλωνόταν σαν την γα-


               λάζια κορδέλα του καπέλου της. Ίσιωνε, έστριβε, χόρευε στα

               κύµµατα, Έφτανε στο βυθό, µπερδευόταν µε κοχύλια και πα-


               ράξενα φυτά, άλλαζε χρώµατα και τελικά γινόταν διαφανη.

               Και γαλάζια και διάφανη. Γινόταν εκείνη... η αληθινή Ευα.


               Η µικρή που το 'σκαγε απ’ το σπίτι, για να µαζέψει  κοχύλια
   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77