Page 63 - mag_61
P. 63
της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση
Μια τυχαία
συνάντηση
Πέφτεις πάνω του. Είναι σίγουρο πως δεν το ήθελες, άλλωστε έχουν
περάσει τριάντα χρόνια. Κοιτάς τ’ άσπρα του μαλλιά, οι ρυτίδες έχουν
χαράξει άγνωστους δρόμους στο πρόσωπό του. Τον ακούς προσεχτικά.
Επαναλαμβάνεται. Επαναλαμβάνεσαι κι εσύ. Πληγές και έρωτας, έρωτας
μα πάνω απ’ όλα πληγές. Αναρωτιέσαι. Τι γύρευες τότε; Το σίγουρο είναι
πως βιαζόσουν πολύ. Δεν μπορείς να μετανιώσεις τώρα. Ήταν εκείνη η 63
ηλικία χωρίς καμία πείρα των ανθρώπων, ούτε του εαυτού σου που σ’
έκανε να πέφτεις από ανοησία σε μεγαλύτερη ανοησία.
Παρ’ όλα αυτά η άγνοια δεν συγχωρείται. Και οι ανοησίες πληρώνονται
ακριβά. Από εκεί και πέρα σχεδόν ανάπηρος γλύφεις τα τραύματά σου.
Το αποφασίζεις. Καιρός να τον βγάλεις κι απ’ τη δική του άγνοια που είχες
θελήσει να τον αφήσεις. Να του πεις πως το τότε νεανικό κορμί σου, δύο
μήνες μετά απ’ τη βραδιά τους σ’ εκείνο το επαρχιακό ξενοδοχείο, δέχτηκε
τέτοια κακοποίηση πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι που δεν μπόρεσε να
καρποφορήσει ξανά. Να του πεις πως το μοναδικό παιδί που έζησε μέσα
σου για λίγο, ήταν δικό του.
Σε κοιτάζει. Αναγνωρίζεις το βλέμμα της δυσπιστίας, της υποβόσκουσας
υποτίμησης, της επιθυμίας για μία ακόμη ευκαιριακή συνεύρεση. Τι
τα θες; Τόσα χρόνια μετά παραμένει τρομακτικά ίδιος, ασχέτως απ’ τις
ρυτίδες και τ’ άσπρα μαλλιά, όπως ακριβώς κι ο πόνος σου. Φεύγεις
χωρίς να του αφήσεις το τηλέφωνό σου.