Page 21 - mag_65
P. 21
της Κυριακής Αιλιανού
Και γίναμε μάζα. Που άγεται και φέρεται. Που καθοδηγείται
και που περιμένει τον τσοπάνη για να περάσει από τις πεπατη-
μένες, για να βρει το κουτόχορτο που γεμίζει τα λειβάδια της
ανάγκης μας.
Και κάποια στιγμή, εκεί στην άκρη της βοσκής, ένα σπιτάκι με
αυλή. Και μπαξέ. Και κήπο.
Και το γιασεμί να έχει ξεχειλίσει από τα κάγκελα της μάντρας.
Και πήγε που λες το πρόβατο… να φάει την πρασινάδα από το
γιασεμί. Και τότε, μύρισε την ευωδιά του. Τυχαία! Και είδε το
λευκό του. Είδε και μύρισε το ταπεινό αλλά αγέρωχο γιασεμί.
Και τότε το πρόβατο αρχίζει να έχει μνήμη. Ποιητική μνήμη.
Και όσφρηση. Και αναγνωρίζει την ομορφιά και τη θυμάται! Θυ-
μάται πως κάποτε ήταν άνθρωπος. Δε ζούσε ανάμεσα σε κοπριές
και λάσπες. Δε μύριζε τις μυρωδιές μόνο των ζώων. Είχε και 21
καπνισμένο τσουκάλι στη φωτιά. Είχε και τραγούδι. Είχε και
πολιτισμό. Είχε και ανθρώπους αγαπημένους γύρω. Είχε και
συναισθήματα. Είχε και λογική. Είχε και μπέσα. Είχε εστία και
τόπο. Είχε και φίλους. Και γονείς. Κι αδέρφια και παιδιά κι εγ-
γόνια.
Είχε και καθαρό βλέμμα. Και καθαρή ψυχή. Που όποιος πήγαινε
να τη λερώσει, ήταν εχθρός.
Εχθρός της ανθρώπινης ζωής του.
Και τότε, ξεμάκρυνε από το κοπάδι. Και κάθισε κι έκλαψε σε
μια γωνιά για μέρες. Για μήνες. Για χρόνια. Κι όταν στέρεψε
το δάκρυ του… σηκώθηκε από τα τέσσερα και στάθηκε όρθιο και
περπάτησε σαν άνθρωπος.
Καλή Ανάσταση!