Page 91 - mag_72
P. 91

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου











               σει. Εκείνος δεν τον άκουγε και συνέχι-                                       ❋

               ζε να τρέχει. Τρεις άνθρωποι έτρεχαν ο                 Δημοσιογράφος:  Ο  θύτης  κρύφτη-
               ένας πίσω από τον άλλο και παραπίσω                    κε πίσω από τη γωνία μιας νεόχτιστης

               ακολουθούσε σχεδόν όλο το χωριό.                       οικοδομής, άρπαξε ένα καδρόνι που

                                      ❋                               βρήκε μπροστά του και, μόλις το θύμα
               Πρατηριούχος: Ήθελε σακούλα, σώνει                     ξεπρόβαλλε, το κατέβασε με δύναμη

               και καλά. Του είπα πως δεν είχα άλλη,                  πάνω του. Ο μετανάστης έπεσε αιμό-
               αλλά αυτός επέμενε. Ένεκα η κρίση                      φυρτος στο έδαφος. Ένα καρφί κράταγε

               κυρ-Αστυνόμε, κάνω περικοπές και                       το καδρόνι καρφωμένο στο κεφάλι του.

               στις σακούλες. Προσπάθησα να του                       Ο μάρτυρας, που έτρεξε να προλάβει το
               εξηγήσω, δεν καταλάβαινε. Τί την ήθε-                  κακό κατέθεσε ότι το θύμα πριν βυθιστεί

               λε τη σακούλα; μετά από λίγο θα την                    ψέλλισε: «Τη σακούλα ήθελα μόνο.»
               πέταγε. Ήταν εκνευρισμένος. «Γιατί το                                         ❋

               έδωσε το άλλο; Εγώ ήρτα πρώτο», μου                    Συμπατριώτης του θύματος: Είχε το

               είπε και πήρε τρέχοντας στο κατόπι τον                 λόγο του και επέμενε για τη σακούλα,                      91
               προηγούμενο πελάτη.                                    κύριε Αστυνόμε. Πάνω της ήταν τυπω-

                                      ❋                               μένο ένα χωριό, που έμοιαζε με το δικό

               Συμπατριώτης του θύματος: Ήταν ήσυ-                    του. Είχε δώσει υπόσχεση στη μάνα του
               χος άνθρωπος ο σκοτωμένος, κύριε                       πως δεν θα ξέχναγε να γυρίσει πίσω.

               Αστυνόμε. Είχε το λόγο του, που ακο-                   Μετά τη δουλειά, πήγαινε να πάρει το

               λούθησε το φονιά. Έτρεχα πίσω τους κι                  ψωμί και τη σακούλα για να το θυμάται.
               εγώ και τους φώναζα να σταθούν. «Τη                    Με τις σακούλες μέτραγε τις μέρες του

               σακούλα θέλει, μη φοβάσαι», φώναζα                     στην ξενιτιά. Κάθε μέρα ένα ψωμί και
               στο φονιά, «Τη σακούλα θέλει». Αν είχε                 μία σακούλα. Όσες οι μέρες τόσες και

               ακούσει τι του έλεγα και είχε σταματή-                 οι σακούλες με το πικρό ψωμί, που θα

               σει τίποτα δεν θα γινόταν. Τζάμπα πήγε                 έτρωγε μέχρι να γυρίσει στην πατρίδα.
               ο άνθρωπος.








               Η Kατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Σπούδασε Σκηνογρα-
               φία – Ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Είναι τελειόφοιτη του μεταπτυχιακού τμήματος
               Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Διη-
               γήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο της βιβλίο «Η Μακρυγιαλού και
               άλλες ιστορίες» εκδόθηκε, τον Μάρτιο του 2017, από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
   86   87   88   89   90   91   92   93   94   95   96