Page 90 - mag_72
P. 90

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ μΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ                    της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου


                          Η σακούλα







               τα ψωμιά.  Δηλαδή, το ελάχιστο, πέντε                 προβλήματα έχω, κυρ-Αστυνόμε μου.

               χιλιόμετρα παραπάνω στο πήγαινε κι                    Αν αντέξω μέχρι τη σύνταξη θα πάρω
               άλλα  τόσα  στο έλα. Δυο  «καλημέρες»                 ένα δρόμο θαλασσινό κι όποτε μαγκώ-

               να πεις άργησες. Και πες, δε βαριέσαι,                νουν τα ποδάρια μου θα τα χώνω στην

               σιγά τα χιλιόμετρα. Έτσι, όμως αργοπό-                αρμύρα να μαλακώνουν.
               ρησα μισή ώρα ν’ ανοίξω το μαγαζί και                 Ας είναι -στο θέμα μας, ξέρω, κυρ-

               ο κόσμος είχε μαζευτεί απ’ έξω και πε-                Αστυνόμε μου- αυτός συνέχισε να
               ρίμενε. Ο εργάτης και ο γεωργός βιά-                  μουρμουράει. Είπα, να του δώσω τη

               ζονται και θέλουν τον καφέ τους νωρίς,                σακούλα με το ψωμί του για να τον ξε-

               αλλιώς θα τον έφτιαχναν απ’ το σπίτι                  φορτωθώ. Αλλά πού;
               τους.»                                                «Σφάξ’ το, κυρά-Κούλα» είπε και μου

                                      ❋                              το πέταξε πίσω. Στον αέρα το ’πιασα. Το
               Πρατηριούχος: Στο θέμα μας κυρ-                       καρβέλι ντε, ήθελε να το κόψω στα δύο

               Αστυνόμε μου, στο θέμα μας. Ο σκοτω-                  για ν’ απαλαχάνει. Θύμωσα.

   90          μένος περίμενε στην ουρά όταν μπήκε                   «Όχι, δεν το σφάζω» είπα και όλοι γέλα-
               ο φονιάς και στάθηκε δίπλα του. Αν είχα               σαν εκτός απ’ τον σκοτωμένο.

               έτοιμα τα ψωμιά θα τα έπαιρναν και θα                 «Σφάξ’ το, σου λέω. Πως θα το πάω

               έφευγαν, να μου αδειάσουν και τη γω-                  άσφαχτο;» συνέχισε εκείνος.
               νιά –κάθε μέρα τα ίδια κιλά αγόραζαν–                 Τι να πω; Ο πεθαμένος δεν ήξερε και

               αλλά ας όψεται, κυρ-Αστυνόμε μου,                     καλά τη γλώσσα μας. Μάλλον παρεξή-

               που άργησα και έπρεπε να φτιάξω τους                  γησε το υπονοούμενο και το πήρε στρα-
               καφέδες για τους βιαστικούς.                          βά. Εδώ που τα λέμε, κυρ-Αστυνόμε

                «Γλυκός ο ύπνος την αυγή, κυρά-Κού-                  μου, ούτε κι εμένα μου άρεσε.
               λα μου, ε;» πέταξε ο φονιάς όσο ανακά-                                       ❋

               τευα τη ζάχαρη με τον καφέ.                           Δημοσιογράφος: Από την έρευνα προ-

               Και τι να του πω εγώ; Ομορφονιέ μου                   έκυψε  ότι  το  θύμα  εκνευρίστηκε  και
               δεν με κόλλαγε ο ύπνος γιατί μέτραγα                  ακολούθησε τον θύτη, στην αρχή από

               όλη νύχτα τα καρβέλια που θα πάρεις                   απόσταση. Εκείνος τον αντιλήφθηκε και
               αύριο; ή να βγάλω τα βάσανά μου στον                  επιτάχυνε το βήμα του. Το ίδιο έκανε

               πάγκο; Δεν είπα τίποτα. Ούτε γύρισα να                και  το  θύμα.  Ο  θύτης  πανικοβλήθηκε

               τον κοιτάξω. Δεν έχω χρόνια μπροστά                   και άρχισε να τρέχει. Ο θύμα τον ακο-
               μου για να τσακώνομαι. Θέλω ηρεμία                    λούθησε. Ένας συμπατριώτης του θύ-

               με τους πελάτες. Μια ζωή την έχουμε                   ματος, προσπαθώντας να προλάβει το

               και δεν θα βρω άλλη ευκαιρία. Αρκετά                  κακό, φώναζε στο δράστη να σταματή-
   85   86   87   88   89   90   91   92   93   94   95