Page 51 - mag_72
P. 51

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               -Το παράθυρο ανοιχτό! φωνάζει                         γνέφει «αντίο».

               στην Ισαβέλλα.                                        -Μη φεύγεις ακόμα. Έλα να μου
               -Κάνει κρύο, Μάρκο.                                   πεις. Πόσες μπύρες ήπιες χθες;

               -Είπα και μην το ξανακλείσεις.                        Από το ορθάνοιχτο παράθυρο

               -Το ξερό σου το κεφάλι. Πάντα                         η στάση φαίνεται πια καθαρά. Ο
               τέτοιος ήσουν.

               -Ήμουν;                                               Μάκης είναι εκεί, εκεί και οι συ-

               -Φεύγω. Πάω ν’ αγοράσω τα                             νάδερφοί του. Αυτός μένει πίσω,
               φάρμακά σου. Σε λίγο θα περάσει                       στο σπίτι του, ξαπλωμένος σ’ ένα

               ο Μάκης.                                              κρεβάτι, όπως ήθελε πάντα. Κάθε

               -Δεν είπα να περάσει. Να έρθει                        μεσημέρι που ήταν ένας από αυ-
               είπα.                                                 τούς που τώρα αγναντεύει, κατέ-

               Η Ισαβέλλα τον κοιτάζει και κου-                      βαζε το πρόσωπό του, πήγαινε με

               νάει το κεφάλι της. Τόσα χρόνια                       μαύρη καρδιά να στηθεί στη στά-
               παραξενιάς που τώρα μεγάλωσε.                         ση. Μισούσε και τον Μάκη που                               51

               Τώρα που δεν πάει στη δουλειά,                        του έλεγε πόσες μπύρες ήπιε στο

               κατάκοιτος, ζητά πράγματα ακόμη
               πιο αλλόκοτα. Ζητά να ξηλωθούν                        μπαρ την προηγούμενη νύχτα κα-

               τα παντζούρια από το παράθυρο                         θώς στέκονταν εκεί και περίμεναν

               που ο ίδιος είχε κλείσει και καρ-                     το υπηρεσιακό λεωφορείο να έρ-
               φώσει για να μη βλέπει τη στάση                       θει για να πάνε στη δουλειά.

               λεωφορείων που έλεγε πως μι-                          Τώρα ο Μάκης δεν του λέει πια

               σούσε.                                                για το μπαρ, ούτε για μπύρες.
               -Θα έρθει, του λέει.                                  Αποφεύγει να έρχεται να τον βλέ-

               -Ωραία, λέει ο Μάρκος.                                πει, έχει εκείνο το ύφος το περί-

               Η Ισαβέλλα κλείνει την πόρτα και                      λυπο όταν τον κοιτάζει. Όχι, δεν
               βγαίνει στον κήπο. Διασταυρώνε-

               ται με τον Μάκη. Κάτι λένε και δεί-                   τον μισεί γι’ αυτό. Τον μισεί γιατί

               χνουν προς το μέρος του.                              εκείνος μπορεί και περπατάει ακό-
               -Βγάλτο! Θέλω να βλέπω, φωνά-                         μη, μπορεί να ζει χωρίς φάρμακα,

               ζει ο Μάρκος.                                         μπορεί να παίρνει το λεωφορείο

               Ο Μάκης βγάζει το τελευταίο πα-                       για τη δουλειά που περνάει καθη-
               ντζούρι, του δείχνει το ρολόι και                     μερινά στις δύο παρά δέκα.
   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56