Page 47 - mag_72
P. 47

της Μαρίας Στρίγκου

                                                                                          https://meorio.blogspot.com/








               Ήταν από εκείνες τις μέρες στο γραφείο που σε πλακώ-

               νουν τα ντουβάρια, τα ντοσιέ, η οθόνη του υπολογιστή


               και το ακουστικό του τηλεφώνου μαζί. Το ρολόι στον


               τοίχο είχε κολλήσει στις δώδεκα παρά είκοσι, ο δεύ-


               τερος καφές απ’το κυλικείο είχε μπαγιατέψει πριν καν


               παρασκευαστεί, ο συνάδελφος απ’ το διπλανό γραφείο


               ξεφυσούσε ανά δύο λεπτά σα να τον πλάκωνε φορτηγό


               και η δουλειά προχωρούσε με ρυθμό χελώνας και μά-


               λιστα κουτσής.




                                                                                                                                47
               Ήρθε  και  στάθηκε  μπροστά  μου                     «Ντεν με κσέρεις αλλά – πήρε μια
               αθόρυβα.  Ψηλός,  κατάξανθος,                        βαθιά ανάσα κι ύστερα το ξεφούρ-


               κόκκινος απ’ τον ήλιο ή από μια                      νισε – είμαστε αντέρφια»
               ταραχή που δεν ομολογούσε, άχα-                      Έμεινα εμβρόντητος. Για λίγα λε-

               ρος και κακοντυμένος. Ξερόβηξε                       πτά κοίταγα μια εκείνον, μια τους

               για να μου τραβήξει την προσοχή.                     άλλους συναδέλφους στο δωμάτιο

               Τον κοίταξα ερωτηματικά, δεν τον                     που συνέχιζαν να κάνουν τη δουλειά

               είχα ξαναδεί ποτέ μου ούτε έμοια-                    τους, μια τον ουρανό απ’ το παρά-

               ζε με συνάδελφο ή εμπορικό αντι-                     θυρο που μάζευε σύννεφα πηγαίνο-

               πρόσωπο κάποιας εταιρείας.                           ντας το για βροχή.

               «Μπάμπης;» ρώτησε μονολεκτικά                        Αυτός έψαχνε το πρόσωπό μου με

               με μια αγωνία που δεν μπορούσα                       αγωνία, τα μάτια του ανοιγόκλειναν

               να καταλάβω από πού προέρχεται.                      νευρικά, το κορμί του έδειχνε σφιγ-

               Κούνησα το κεφάλι καταφατικά                         μένο.
               και του έδειξα την καρέκλα μπρο-                     «Αδέρφια; Πώς;» κατάφερα να αρ-

               στά στο γραφείο μου. Την κοίταξε                     θρώσω

               αλλά δεν έκατσε.                                     Ο ξένος κούνησε το κεφάλι του πολ-
   42   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52