Page 48 - mag_72
P. 48

εΝΑΣ μΠΑμΠΗΣ


                            «Eίμαστε

                             αδέρφια»




               λές φορές καταφατικά.                                 ξάνδρου, κάτοικος Αθηνών»

               «Ο πατέρας Μπάμπη και η μάμα μου                      Λέξεις σημειωμένες πρόχειρα σ’

               ζευγκάρι. Παλιά, όταν ταξίδευε εκ-                    ένα βρώμικο κομμάτι χαρτί κάτω

               σωτερικά, Ολλαντία»                                   από  ένα  ξενικό  όνομα,  πιθανότα-

               Για ένα πράγμα ήμουνα σίγουρος.                       τα αυτού που έκανε την έρευνα. Τι

               Ο πατέρας μου δεν είχε κάνει βήμα                     έρευνα; Σκατά έρευνα αφού τον

               μακριά απ’ την πόλη του, ποτέ, ούτε                   έστειλε αλλού γι’ αλλού.

               πριν ούτε μετά το γάμο του. Σκέ-                      «Πώς σε λένε;»

               φτηκα μήπως μου έκαναν πλάκα οι                       «Γιαν, μητέρα μου Μαγκριτ ήθελε

               συνάδερφοι αλλά πάλι δεν μου φά-                      πει εμένα Άλεξ αλλά πατέρας μας

               νηκε πιθανό.                                          δεν ήθελε, Γιαν όνομα παππού»

               «Κάτσε ρε φίλε γιατί σε λίγο θα πέ-                   Χαμογέλασα. Ο παππούς μου λεγό-
               σεις στα πόδια σου, κάτσε να μιλή-                    ταν Χαράλαμπος εξ ου και τ’ όνομά
   48
               σουμε.» του είπα μη ξέροντας πώς                      μου κι ο πατέρας μου Αλέξιος. Κά-
               να του πω ότι έκανε λάθος.                            ποιος τον είχε κοροϊδέψει φριχτά

               Ο ξένος έκατσε δειλά, διστακτικά                      με μια έρευνα του ποδαριού. Ση-

               και με κοίταξε με λαχτάρα.                            κώθηκα απ’ τη θέση μου και πήγα

               «Ήτελα όλα τα κρόνια ένα αντερ-                       κοντά του. Τον αγκάλιασα απ’ τους

               φό. Πονά πολύ να είσαι μόνο.»                         ώμους.

               Χαμογέλασα, αυτή την αίσθηση την                      «Πάμε να σε κεράσω έναν καφέ;

               ήξερα καλά αφού  ήμουνα μοναχο-                       Πεινάς;  Πάμε  να  τα  πούμε  με  την

               παίδι.                                                ησυχία μας;»

               «Ποιος σου είπε ότι είμαστε αδέρ-                     Ο Γιαν κάτι κατάλαβε και τραβή-

               φια; Ποιον Μπάμπη ψάχνεις;»                           χτηκε με αξιοπρέπεια. Τα μάτια του

               Τα μάτια του με κάρφωσαν ερευ-                        μοιάζαν με μάτια δαρμένου κουτα-

               νητικά, αγωνιώδη. Το πρόσωπό                          βιού.

               του άσπρισε. Έψαξε τις τσέπες του                     «Ντεν πιστεύεις εμένα; Εγκό ντεν

               κι ανασύροντας ένα χαρτί το έτεινε                    τέλει κάτι από σένα. Μόνο αγκάπη.

               σε μένα θριαμβευτικά.                                 Αφού αντέρφια είμαστε.»
               «Χαράλαμπος Πανταζής του Αλε-                         «Αδέρφια είμαστε Γιαν, όλος ο κό-
   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53