Page 49 - mag_72
P. 49

της Μαρίας Στρίγκου

                                                                                          https://meorio.blogspot.com/








               σμος αδέρφια είναι κι ας το ξεχνά-                    σου κι αν δεν τον βρεις, ε, τουλά-

               με συνέχεια. Πάμε να πιούμε έναν                      χιστον θα έχεις να λες πως βρήκες

               καφέ,  να μιλήσουμε  και σου  υπό-                    εμένα. Κι εγώ μόνος μου ήμουνα

               σχομαι να σε βοηθήσω να βρεις                         όλα αυτά τα χρόνια. Ξέρω πόσο

               τον πραγματικό σου αδερφό.»
                                                                     πονάει η μοναξιά.»
               Το πρόσωπό του μαρμάρωσε, όλο

               του το κορμί μαρμάρωσε.                               Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα.
                                                                     Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαι-
               «Ντεν πιστεύεις.» επέμεινε με παρά-

               πονο                                                  μό του από έναν λυγμό.

               «Γιαν, σίγουρα έχεις έναν αδερφό                      «Κι αν δεν τον βρω;» ψιθύρισε πε-
               που μάλλον έχουμε το ίδιο όνομα                       ρισσότερο στον εαυτό του.


               κι όταν θα τον συναντήσεις εύχο-                      Τον έπιασα μαλακά απ’ το χέρι.
               μαι να σε δεχτεί όπως λαχταράς.                       «Θα γίνω εγώ ο αδερφός σου τότε.

               Μα εμένα ο παππούς λεγόταν Χα-                                                                                   49
                                                                     Γιατί στο κάτω κάτω όλοι οι άν-
               ράλαμπος, ο πατέρας μου Αλέξιος
                                                                     θρωποι της γης είμαστε αδέρφια
               και κανένας τους δεν είχε φύγει
                                                                     φίλε. Πάμε τώρα να σε κεράσω
               ποτέ απ’ το χωριό του.»

               Με κοίταξε με δυσπιστία, ξανακοί-                     έναν καφέ, να γνωριστούμε;»

               ταξε το χαρτί που μου είχε δείξει.                    Καθώς κατεβαίναμε

               Έψαξε τις τσέπες του απ’ όπου ανέ-                    αγκαζέ το κυλικείο

               συρε ένα άλλο χαρτί, λίγο κιτρινι-                    η μέρα είχε χάσει

               σμένο στις άκρες, την ληξιαρχική                      το βάρος της

               πράξη της γέννησής του. Όνομα                         και έμοιαζε αλαφριά

               πατρός : Πανταζής Αλέξανδρος.
                                                                     και πολύχρωμη
               Κοίταζε για λίγο μια τα χαρτιά, μια
                                                                     σαν ανοιξιάτικη πεταλούδα.
               εμένα κι ύστερα με μια έκφραση
                                                                     Κι ας άρχιζε να βρέχει.
               παραίτησης στο πρόσωπό του γύ-
               ρισε να φύγει.

               «Γιαν, μη φεύγεις φίλε, έλα, θα σε

               βοηθήσω εγώ να βρεις τον αδερφό
   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54