Page 89 - mag_73
P. 89

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               ώμο. Ο Παντελής έφερε λάδι δικό                       τρίβονται και να ουρλιάζουν κι

               του, είχε τέσσερα χωραφάκια με                        αυτός επιβεβαιωνόταν: «Τι νόημα
               ελιές στην Εύβοια, και λάδωσε το                      είχε να παλεύει κανείς για κάτι που

               σύστημα καλά. Θεωρήθηκε πρώ-                          δεν μπορεί να διορθωθεί;» Τώρα

               της ποιότητας και του απέφερε                         συνηθισμένος σ’ αυτόν τον ήχο
               κέρδη μη αναμενόμενα. Ο Βούδης,                       που ορίζει το τέλος, δεν του δίνει

               όπως ήταν φυσικό, απ’ τη θέση                         πια σημασία. Κλειδώνει και προ-
               που κατείχε, άνοιξε δρόμους στο                       χωράει προς τον ηλεκτρικό. Η κα-

               λάδι του Παντελή, με το αζημίωτο,                     τεύθυνση γι’ αυτόν είναι γνωστή.

               βέβαια. Για να τον ευχαριστήσει ο                     Θα στρίψει στη γωνία, θ’ αποφύ-
               Παντελής έγινε ο πιο καλός κλητή-                     γει τους προσκυνητές των κάδων.

               ρας όλων των υπηρεσιών, κέρβε-                        «Άντε αφήστε με κι εσείς. Πάτε να
               ρο του έβγαλαν το παρατσούκλι.                        βρείτε καμιά δουλειά. Πού να τα

               Έμαθε και τι πάει να πει μίζα, που                    βρω, ρε, τα ψιλά που κάθε μέρα

               αρχικά την μπέρδευε με τη βίζα και                    μου ζητάτε; Φιλόπτωχο ταμείο, εί-                          89
               την πρίζα. Αλλά η υπόθεση είχε πά-                    μαι;» θα σκεφτεί. Θα προσπερά-

               ρει το δρόμο της ανεξάρτητα απ’                       σει τα κορμιά που κείτονται πάνω

               το τι μπέρδευε ο Παντελής και το                      στο πεζοδρόμιο. Είναι και η ομί-
               λάδι δεν έφτανε πια για τ’ άχρη-                      χλη. «Πώς έχει αλλάξει έτσι ο και-

               στα σίδερα. Κι η τελευταία σταγό-                     ρός;» θα αναρωτηθεί. Πρέπει να

               να του ήταν πολύτιμη για τα «μαύ-                     προσέχει.  Τον  προσέχουν κι  αυ-
               ρα» που έμπαιναν στην τσέπη του                       τοί. Όσοι είναι ακόμη όρθιοι πα-

               και καθόλου για τα μαύρα λούκια                       ραμερίζουν να περάσει. Έμαθαν
               των ρολών. Έτσι αυτά έμεναν να                        να μην του ζητάνε τίποτα.









               Η Αλεξάνδρα Πιπλικάτση γεννήθηκε στην Έδεσσα, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγω-
               γικά στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα με εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διηγήματά
               της βρίσκονται στους  συλλογικούς τόμους Οδός δημιουργικής γραφής 2 (εκδόσεις Οσελότος, 2013),
               Ανθολογία σύντομου διηγήματος, Διαδρομή 2014 (εκδόσεις γραφομηχανή, 2014) και στο διαδίκτυο.
               Βραβεύτηκε στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος «Μίμης Σουλιώτης» που διορ-
               γανώθηκε από το ΠΜΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας για το διήγημά
               της «Μ’ αγαπάς, Αλέξανδρε; Σ’ αγαπάω, Μάριε». Η συλλογή διηγημάτων Χειροπέδη από πλατίνα
               (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014) είναι το πρώτο προσωπικό της βιβλίο.
   84   85   86   87   88   89   90   91   92   93   94