Page 77 - magazine_86
P. 77
της Μαρίας Στρίγκου
θρόνα. Ούτε που μπορούσα να το πα- φρασή τους άλλαξε. Ο ένας έσερνε
τήσω καλά - καλά. τον πιτσιρικά απ’ τον ώμο. Οι άλλοι
Ο δρόμος ήταν ήσυχος, άλλωστε ποιος με κοιτούσαν βλοσυρά. Ευτυχώς είχα
θα έβγαινε για περπάτημα τόσο πρωί, προνοήσει να φορέσω μάσκα.
μόνο ένας πιτσιρικάς περπατούσε, με «Μα τι συμβαίνει; Γιατί τραβολογάτε
τζην και φουτεράκι, ίσαμε δεκαεφτά τον ανιψιό μου; Έκανε κάτι παράνομο;»
τον έκανα κι ανατρίχιασα δίχως λόγο. είπα πολύ ψύχραιμα κι όσο έπρεπε
Θεέ μου φύλαγε τα παιδιά του κόσμου αυστηρά.
απ’ το κακό. «Δεν έχει άδεια εξόδου κύριε. Ούτε κι-
Οι μηχανές εμφανίστηκαν απ’ το που- νητό μαζί του.»
θενά θαρρείς. Τέσσερεις αστυνομι- Ευτυχώς η ακοή μου ήταν ακόμα πε-
κοί περικύκλωσαν τον πιτσιρικά που ρίφημη καθώς είχα ακούσει τη στιχο-
έμοιαζε να είχε παγώσει. μυθία απ’ το μπαλκόνι προηγουμένως.
Ο συνήθης έλεγχος για την κυκλοφο- «Ναι, δυστυχώς έσπασε το κινητό του
ρία σκέφτηκα κι είπα να πάω προς τα χτες το βράδυ. Μα χαρτί; Σίγουρα δεν
μέσα αλλά οι φωνές που δυναμώνανε έχει; Κοιτάξτε, το παιδί είναι ανιψιός 77
με έκαναν να σκύψω πάνω απ’ τα κά- μου, σε μένα ερχόταν, εδώ μένω. Κι
γκελα. εκείνος μένει δυο δρόμους παραπά-
«Χαρτιά, Πάρις, μαλάκα, Βόικος, κα- νω, Βελεστίνου. Θέλετε να σας δώσω
ριόλη, δεν ξέρω, εδώ, Βελεστίνου, μη» ταυτότητα;»
οι λέξεις πετούσαν στον αγέρα δηλώ- Ο υπεύθυνος της ομάδας με κοίταξε
νοντας πως κάτι συνέβαινε, κάτι που εξεταστικά. Το βλέμμα του σταμάτησε
δεν ήταν διόλου ευχάριστο. στο μπαστούνι που κρατούσα. Μετά
Ο νεαρός είχε γονατίσει στο πεζοδρό- κοίταξε το νεαρό.
μιο κι οι αστυνομικοί γύρω του, σαν «Πάρι παιδί μου, δεν είπες ότι έρχεσαι
αρχαίος χορός αναφωνούσαν ύβρεις να βοηθήσεις το θείο σου;» ρώτησα με
και απειλές. Δίπλα του ένα κόκκινο ανησυχία που ήταν γνήσια κι ο πιτσιρι-
τριαντάφυλλο πάνω στα πλακάκια, πα- κάς μπήκε στο νόημα κι έγνεψε αμέ-
τημένο, έμοιαζε με πληγή ανοιχτή. σως ναι.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέ- Πλησίασα λίγο περισσότερο με την
βαινε μα δεν μπορούσα και να μείνω ταυτότητά μου προτεταμένη στα χέρια.
αμέτοχος. Κουτσαίνοντας κατέβηκα τα Αλλά κάπως παραπάτησα και σωριά-
σκαλιά της πολυκατοικίας και βγήκα στηκα φαρδύς πλατύς μπροστά στα
στο δρόμο. πόδια τους. Οι δύο προθυμοποιήθηκαν
Μόλις με είδαν να πλησιάζω, η έκ- να με σηκώσουν.