Page 76 - magazine_86
P. 76

εΝΑΣ μπΑμπήΣ










                       «Του Νικόλα»









               Κυριακή ενός Δεκέμβρη, που, αν του ζητήσεις ταυτότητα θα σταθεί

               και θα σε κοιτάζει σα χαζός. Μήτε ξέρει ποιος είναι, ποιανού και


               πού πηγαίνει. Μαζί του κι εγώ κι εμείς όλοι, που καθηλωθήκαμε


               μέσα στις ατομικές μας φυλακές και παλεύουμε με τη λογική και

               την τρέλα, τη δικιά μας και των άλλων.






               Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό, με τον                   Ποιοι;

               ήλιο  κρεμασμένο  στα μπαλκόνια  και                  Οι μπάτσοι.
   76          την ατμόσφαιρα να μυρίζει κοκκινιστό                  Γιατί;

               με μακαρόνια. Έμοιαζαν όλα κανονι-                    Γιατί έτσι.
               κά. Τουλάχιστον για όποιον αγαπάει το                 Δώδεκα χρόνια πέρασαν κι ο διάλο-

               κοκκινιστό.                                           γος που διηγείται τα γεγονότα εκείνης
               Το σιχαίνομαι.                                        της μέρας είναι το ίδιο σουρεαλιστικός,

               Κάθε καλή πρόθεση στην λαδίλα ενός                    ανατριχιαστικός και παράλογος.
               κοκκινιστού βούλιαζε, Κυριακές και                    Βγήκα στο μπαλκόνι ν’ αγναντέψω

               καθημερινές, από τα παιδικάτα μας μέ-                 Υμηττό, μήπως κι ελαφρώσει η καρδιά
               χρι σήμερα. Πού σημαίνει, τα «πρέπει»                 μου, μήπως και ξεκολλήσει απ’ το πε-

               της παράδοσης είχαν κόκκινο χρώμα                     τσί μου η λίγδα της παρανοϊκής εποχής
               και βαρύ λάδι, ικανό να σε τραβήξει                   που ζούμε, μήπως και πάρω λίγο αγέ-

               στον πάτο.                                            ρα.
               Ήταν οι μέρες του Νικόλα, τρεις γιορτές               Δεν μπόρεσα φέτος να πάω στο Νι-

               κολλητά και τα λαμπιόνια των Χριστου-                 κόλα. Όχι για τους μπάτσους, δεν τους
               γέννων που ήδη κοσμούσαν τα άδεια                     φοβάμαι καθόλου αυτούς, αυτοί αντί-

               σαλόνια και τις ψυχές μας, σα να υπο-                 θετα φοβούνται, τι φοβούνται; ένα παι-
               γράμμιζαν τη ματαιότητα της χαράς.                    δί, όχι ένα παιδί, ένα σκοτωμένο παιδί,

               Σκοτώθηκε ένα παιδί.                                  να τα λέμε σωστά τα πράγματα, μα το
               Τι;                                                   πόδι μου από εκείνο το τροχαίο, σήμε-

               Σκοτώσανε ένα παιδί.                                  ρα βρήκε να με αγκυλώσει στην πολυ-
   71   72   73   74   75   76   77   78   79   80   81