Page 84 - mag_103
P. 84

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


                           Απομόνωση.







               Κι έπειτα ούτε η άλλη την χαιρέτησε.                  ρισε μοσχοβολάει ο τόπος. Σου ‘φερα
                                                                     και φλαμούρι και τσάι του βουνού.» Η
               Πράσινο. Πέρασαν όλοι απέναντι. Στην                  γυναίκα έλεγε, έλεγε ...την ορμήνευε

               ίδια κατεύθυνση, σχεδόν με το ίδιο                    πώς να φτιάξει ροφήματα, σε ποια φα-
               βήμα σαν κουρντισμένοι.
                                                                     γητά να βάλει κάθε βότανο... Η Φανή

               Ο θόρυβος της Λαϊκής, οι φωνές που                    άφηνε τη φωνή της, να την χαϊδεύει. Η
               διαλαλούσαν τα εμπορεύματα την έβα-                   γυναίκα μιλούσε μόνο σ’ αυτήν. Ήθε-

               λαν  σ’  ένα κόσμο  οικείο.  Μόνο  που                λε ν’ απλώσει το χέρι να την χαϊδέψει.
               σήμερα, τις φάνηκαν απρόσωπες, τυ-                    Ήθελε να ρωτήσει το όνομά της, να την

               πικές... Ανθρώπινες φωνές που απευ-                   καλέσει  να  πιούν  μαζί  ένα  ρόφημα...
               θύνονταν σε όλους. Η Φανή είχε ανάγκη                 Μαζί, μιλώντας ή μια στην άλλη. Μαζί!

               να ακούσει κάτι που είχε προορισμό                    Κρατήθηκε. Πήρε τα ματσάκια με τα
               μόνο εκείνη. «Τι έπαθα;»συλλογιζόταν.                 βότανα, την κοίταξε στα μάτια, φώνα-
               Πάντα έτσι ήταν εδώ. «Τι μου συμβαί-                  ξε ένα ευχαριστώ από την καρδιά της

               νει;»                                                 και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το

   84          Σταμάτησε να διαλέξει φράουλες. Το                    σπίτι.

               κόκκινο χρώμα τους σκόρπαγε ζωντά-                    Δεν είχε ψωνίσει τίποτε άλλο από όσα
               νια, φώναζε πως πέρασε ο Χειμώνας.                    είχε σημειώσει στο χαρτάκι της. Μύρι-

               Κάποιος την έσπρωξε κι απομακρύν-                     ζε ένα κλωναράκι θυμάρι και προχω-
               θηκε χωρίς να μουρμουρίσει ούτε                       ρούσε μέσα στο πλήθος.

               μια μικρή συγγνώμη. Πήρε τα φρού-                     Οι πολυκατοικίες την πλάκωναν. Κου-
               τα, πλήρωσε κι έφυγε γρήγορα προς                     τιά, στοιχισμένα στη σειρά, μικρά τε-

               τον πάγκο με τα αρωματικά φυτά. Η                     τράγωνα παράθυρα κι ένας κόσμος
               ηλικιωμένη κυρία την αναγνώρισε.                      ανώνυμος να τρέχει. Μύριζε το θυμά-
               «Έλα, της φώναξε, σου’ χω φέρει την                   ρι κι έπαιρνε θάρρος. « Δηλαδή, πα-

               καλύτερη ρίγανη και θυμάρι. Να, μύ-                   λιά ήταν καλύτερα; ρώτησε μια φωνή

                                                                     μέσα της. Τότε που οι άνθρωποι ζού-
                                                                     σαν σε αυλές, και ήξεραν ακόμα και

                                                                     τι βρακί φοράς, ήταν καλύτερα;». «ή...
                                                                     τότε  που  έβγαζαν  στο  πεζοδρόμιο  τις

                                                                     καρέκλες κι έπλεκαν μαζί ήταν καλύ-
                                                                     τερα; Δεν κουτσομπόλευαν; Δεν φόρα-
                                                                     γαν ταμπέλες στους γείτονες και στους

                                                                     περαστικούς;»

                                                                     «Πάψε να με ρωτάς αν ήταν καλύτερα»,
   79   80   81   82   83   84   85   86   87   88   89