Page 79 - mag_103
P. 79
της Χριστίνας Πομόνη
παιδί μου;» της ζήτησα το λόγο. «Δεν είχα εγώ
Όλα αυτά τρύπησαν αστραπιαία το δικαίωμα να σου πω τι θα κάνεις, κο-
μυαλό μου και ρούφηξα το τσιγά- τζάμ άντρας! Ντερέκι ίσαμε ’κει πάνω,
ρο μου αχόρταγα, προσπαθώντας με διδακτορικό, δύο διαζύγια κι αρχές
να απασχολήσω τη σκέψη μου με καράφλας!» Μας έπιασε νευρικό γέ-
κάτι πρακτικό. Έτσι και αλλιώς, ποτέ λιο. «Συγγνώμη ρε μάνα, την καρά-
δεν τα πήγαινα καλά με τα συναι- φλα τι τη λες κάθε φορά; Αφού δεν
σθήματα. Όμως τώρα, βρισκόμουν είμαι καραφλός!» «Έτσι που ξυρίζε-
μπροστά σε μία τεράστια πρόκληση σαι, ποια η διαφορά;» μου είπε και
και ήμουν ανίκανος να αποφασίσω. πνίγηκε στα γέλια. Γελούσαμε κι οι
Ξαφνικά έσκαγαν μπροστά μου πα- δυο χωρίς να ξέρουμε γιατί. Κι όσο
γίδες ζωής, συμπεριφορές και αδυ- με κοιτούσε τόσο έβλεπα στα μάτια
ναμίες μου που νόμιζα πως είχα ξε- της κάτι να γυαλίζει. Ένα μικρό δα-
περάσει. Μα να που απέναντι στην κράκι αχνοφάνηκε φωνάζοντάς μου
μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής μου «πού τ’αφήνεις όλα αυτά;» Έπειτα, την
εγώ έβαζα τη μάνα μου αντίβαρο έπιασε βήχας. Βατραχόβηχας. «Άστο 79
σαν κουτάβι που ακόμα έπινε γάλα το ρημάδι, αφού δεν το’χεις» τη μά-
απ’το μπιμπερό. Θύμωσα! Μαζί μου, λωσα και της πήρα το τσιγάρο απ’το
μαζί της, με όλους μας. Θύμωσα με στόμα. «Πιες λίγο νερό.» «Να, έτσι θα
το μαλάκα που είχα γίνει εξαιτίας των πάω. Ξαφνικά. Από βήχα.» Το’πε δυο
γονιών μου. Θύμωσα με την αδυνα- τρεις φορές και ξεκαρδίστηκε. Δεν
μία μου. Θύμωσα με τον πατέρα μου ξέρω αν οι ουρανοί όντως ακούνε
που έφυγε πριν βγω στο φως της και ανοίγουν και κάνουν αλήθεια
ζωής. Θύμωσα με τη μάνα μου κι ας αυτά που εμείς λέμε στα ψέματα μα
μην ήξερα το γιατί. Θύμωσα, μα δεν φαίνεται πως κάποιος άκουγε εκεί-
είπα λέξη. Σαν πιστολιά είχε ακου- νη τη στιγμή. Και κατάλαβε την πρό-
στεί εκείνο το «μεγάλωσες», μα και ταση της μάνας μου για ευχή. «Να,
σα σωσίβιο που το 'χε ζωστεί σφι- έτσι θα πάω. Ξαφνικά. Από βήχα.»
χτά και κολυμπούσε μεσοπέλαγα για Έτσι πήγε. Ξαφνικά. Από έμφραγ-
να σωθεί απ’τη φυγή μου. Δεν είχε μα. Κι εγώ, έμεινα ολομόναχος. Σε
άλλο επιχείρημα για να με κρατή- οποιαδήποτε πλευρά του πλανήτη κι
σει στην Ελλάδα. Μα είχε δίκιο. Είχα αν βρισκόμουν.
ακουμπήσει πια τα σαράντα. Είχα
μεγαλώσει.
«Να μην πάω; Τώρα το λες;» σχεδόν