Page 83 - mag_103
P. 83

της Δήμητρας Ξενάκη











               την άλλη άκρη και να φωνάζει κοντά                    Και στους καιρούς που ζούσε όποιος
               της την μικρούλα που έπαιζε παραδί-                   γύρναγε χωρίς πρόγραμμα στα πάρκα

               πλα.                                                  και χάζευε ήταν παράξενος.

               Ξαφνιάστηκε. Έστρωσε πάλι ασυναί-                     Ένα μικρό ύπουλο παράπονο , άρχισε

               σθητα τα μαλλιά της, ίσιωσε τη φού-                   να φουντώνει μέσα της. Η επιθυμία
               στα της κι άρχισε να σκέφτεται μήπως                  της να ανταλλάξει ένα χαμόγελο ή μια

               είχε πάνω της κάτι που τρόμαζε τους                   κουβέντα μ’ έναν άνθρωπο είχε απο-
               άλλους. Η καλή της διάθεση άρχισε να                  δειχτεί ουτοπική, σαν να την γέννησε
               φεύγει...                                             το μυαλό της απερίσκεπτα. Θυμήθηκε

                                                                     την  ηλικιωμένη  συνάδελφό  της που
               «Μα τι σκέφτομαι» αναρωτήθηκε.
                                                                     της είχε πει πως άφηνε λίγο ανοιχτή
               «Πάλι αφήνω τους άλλους να με επη-                    την μπαλκονόπορτα, ν’ ακούει τις φω-

               ρεάζουν». Βολεύτηκε καλύτερα και                      νές των παιδιών και των περαστικών.
               προσπάθησε να χαρεί τα δέντρα γύρω                    «Έτσι νοιώθω πως έχω παρέα», είχε

               της. Ο ήλιος έλαμπε όπως πριν, τα λου-                συμπληρώσει. Τότε της Φανής της
               λούδια την κοίταζαν με στοργή . Εκείνη                είχε φανεί τρομακτικό. Να περιμένεις                       83
               όμως είχε αρχίσει να νοιώθει περίερ-                  άγνωστες φωνές , για να νοιώσεις πως

               γα. Κάποιοι έτρεχαν στα μονοπάτια, κά-                έχεις  ανθρώπους  κοντά  σου! Τίναξε
               ποιοι βάδιζαν ρυθμικά. Μικρά παιδάκια                 ψηλά  το  κεφάλι  της  σαν  να’  θελε  να

               απολάμβαναν την επαφή με το χώμα                      διώξει αυτή θλιβερή σκέψη.
               κάτω από το βλέμμα των ανθρώπων
               που τα φρόντιζαν. Έψαξε με το βλέμμα                  Προχώρησε  γρήγορα  προς  τη Λαϊκή.

               να βρει κάποιον γνωστό απ τη γειτονιά                 Η όψη της ήταν σοβαρή, έδειχνε πως
               ή κάποια γυναίκα να πλέκει –έτσι να                   κάτι την απασχολεί. Τώρα έμοιαζε με

               μιλήσουν για τη βελονιά, για οτιδήπο-                 τους άλλους . Όλοι αγέλαστοι πήγαιναν
               τε. Δεν βρήκε καμιά γνώριμη φιγού-                    σε κάποια δουλειά. Όλοι προσπερνού-

               ρα. Της φάνηκε πως όλοι είχαν κάποια                  σαν αδιάφοροι τα ανθισμένα δεντρά-
               δουλειά, ένα σκοπό. Γυμναζόντουσαν,                   κια. Λίγο πριν δεν πρόσεχε το θόρυβο
               πήγαιναν βόλτα τα μικρά τους... «Μόνο                 των αυτοκινήτων. Τώρα είχε ξανάρθει

               εγώ χαζεύω», μουρμούρισε. Κάθισε                      ενοχλητικός στο κεφάλι της.
               λίγο ακόμα και σηκώθηκε να πάει στις                  Περίμενε στην διάβαση να γίνει το φα-

               δουλειές  της.  Μάλλον  δεν  ήταν  καλή               νάρι πράσινο. Ανάμεσα σ’ αυτούς που
               ιδέα να έρθει στο πάρκο, μόνη, χωρίς                  περίμεναν μαζί της,  διέκρινε μια κυρία

               σκοπό. Ήταν παράταιρη. Όλοι έμοιαζαν                  που συναντούσε στη στάση τις καθη-
               να ακολουθούν ένα πρόγραμμα, ενώ                      μερινές. Δεν τόλμησε να την χαιρετή-
               εκείνη άφηνε τον χρόνο να περνάει.                    σει. Άλλωστε δεν είχαν μιλήσει ποτέ.
   78   79   80   81   82   83   84   85   86   87   88