Page 85 - mag_103
P. 85

της Δήμητρας Ξενάκη











               φώναξε η Φανή στις φωνές που την                      Σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Έξω απ
               τάραζαν. «Δεν ξέρω αν ήταν καλύτε-                    τη τζαμαρία, ο ήλιος συνέχιζε να λά-

               ρα, ξέρω όμως πως ήταν ανθρώπινα.                     μπει, μα δεν της έφερνε αγαλλίαση πια.
               Ξέρω πως οι άνθρωποι άκουγαν τον

               πόνο του άλλου. Ξέρω πως σου άνοι-                    Ο χρόνος περνούσε, οι άνθρωποι κρα-
               γαν την πόρτα τους να σου προσφέ-                     τούσαν αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ

               ρουν νερό. Ξέρω πως είχαν έννοια αν                   τους. Φορούσαν απρόσωπες μάσκες
               δεν άνοιγες το πρωί τα παντζούρια..»                  και η ζωή συνεχιζόταν σε κουτάκια, απ

               Έφτασε αναστατωμένη στην πολυκα-                      όπου ξεχείλιζε ο ατομικισμός και η αδι-

               τοικία της. Μπήκε στην είσοδο κι άκου-                αφορία. Που να στηριχτούν τόσες σκέ-
               σε φωνές. Τι γινόταν; Μια κυρία που                   ψεις κι ελπίδες; Που πήγε ή ανθρωπιά

               έβγαινε από την δεξιά πόρτα, στάθηκε                  και το «μαζί»;
               δίπλα της κι άκουγε.
                                                                     Τα λιγοστά φυτά του στενού μπαλκο-
               «Πάλι αυτοί του τρίτου είναι» της είπε.
               «Πάλι σκοτώνονται». Η Φανή κούνησε                    νιού της έγνεψαν με κατανόηση.
               αφηρημένα το κεφάλι.                                  «Θα φτιάξω μαρμελάδα με τις φράου-                         85


               Στον τρίτο έμενε και ή ίδια. Όμως δεν                 λες», φώναξε μόνη. «Θα μοιράσω βα-
               ήξερε διόλου ποιοι έμεναν δίπλα της.                  ζάκια στους γείτονες και στο γραφείο.

               Ένοιωσε  ενοχές.  Γιατί  δεν  είχε  κάνει             Ίσως ξυπνήσει η ναρκωμένη μας αν-
               τίποτα,  για  να  γνωρίσει  τους  γείτονες

               της;                                                  θρωπιά. Ίσως κάποιοι καταλάβουν...»

               Έχουν απομακρυνθεί οι άνθρωποι,
               συνήθιζε να λέει. Η ίδια όμως τι είχε

               κάνει για να νοιώθει κοντά στους δι-
               πλανούς της;


               Ανέβηκε γρήγορα στο δικό της διαμέ-
               ρισμα, στο δικό της κουτί. Οι φωνές εί-

               χαν πάψει, αλλά την στοίχειωναν. Τις
               άκουγε ακόμα. Και θυμόταν τον κύριο
               που δεν της αντιγύρισε την καλημέρα.

               Άκουγε τη φωνή της συναδέλφου που
               έκρυβε την απομόνωσή της κάτω από

               τις ξένες φωνές που έρχονταν από τον
               δρόμο.
   80   81   82   83   84   85   86   87   88   89   90