Page 78 - mag_103
P. 78
ANΘΡΩΠΩΝ ΛΟΓΙΑ
Χαρούλα,
η χαρά της ζωής μου
έξι στο πόδι, δούλευα δε δούλευα), σότερο για την άδικη κατηγορία που
στις έντεκα χρειαζόμουν τον δεύτερο ήρθε και μεγάλωσε τη λίστα με τις
καφέ της ημέρας. «Κυρία Χαρούλα, άδικες κατηγορίες του αδελφού της.
καφεδάκι απ’τα χεράκια σου;» Ελατή- Πάντως εκείνο το πρωί, λίγο πριν
ριο πεταγόταν όρθια. Παρατούσε το τη μεγάλη φυγή, την είχε πιάσει το
σταυρόλεξο κι έτρεχε στην κουζίνα. παράπονο. Είχε καταλάβει πως θα
Σε δέκα λεπτά το εθιμοτυπικό ήταν φύγω, μα δεν ήθελε να το χωνέψει.
στημένο. Καφές ελληνικός, βουτη- «Να δω πώς θα συνηθίσεις με τον
ματάκι γλυκάνισο, δύο τσιγάρα με πατέρα σου» είπε και το πρόσωπό
το τασάκι στη μέση και ένα τεράστιο της χάθηκε πίσω από καπνούς. Δεν
κερί με άρωμα κράνα (κατά το Ελ- τον κατέβαζε τον καπνό. Δεν ήξερε
ληνικότερον, cranberry) για να μη πώς. Εγώ την πείραζα. «Όπα κυρία
βρωμίσει το σπίτι. Η μάνα μου δεν Χαρούλα, θεριακλού μου βγήκες!»
κάπνιζε. Παρά μόνο όταν πίναμε «Δεν απαντάς, ε;» «Τι να σου πω ρε
μαζί καφέ.
78 Σπάνια μιλούσε. «Να μιλήσω αν έχω μάνα; Σάμπως ξέρω; Ό,τι πρέπει θα
κάτι να πω. Τι; Μόνο ν’αερίζω το στό- κάνω...» «Είναι και που δεν μπορείς
από την αρχή να πας σε δικό σου σπί-
μα μου;» Αυτό έλεγε πάντα. Και το
τηρούσε. Με χριστιανική ευλάβεια τι. Αλλιώς...» «Εμ, με τι λεφτά;» Τρά-
παρόλο δεν ήταν και πολύ της εκ- βηξε μια γερή ρουφηξιά, και αφού
κλησίας. Μπορεί να πήγαινε Πέμπτη ντουμάνιασε τον τόπο, με κοίταξε
απόγευμα ή Τρίτη πρωί, αλλά ποτέ πολύ σοβαρά. «Να μην πας τότε. Να
με τον πολύ κόσμο. «Εγώ είμαι πιστή, κάτσεις εδώ, να πας πίσω στην δου-
όχι θεούσα. Στην εκκλησία θα πάω λειά σου, να τους πεις πως άλλαξες
όταν νιώσω την ανάγκη να προσευ- γνώμη, πως έκανες λάθος και να σε
χηθώ, όχι επειδή πρέπει.» Λέξη δεν ξαναπάρουν. Κι άσε τις Αμερικές και
της έπαιρνες αν δεν ήθελε να μιλή- τις βλακείες. Μεγάλωσες Άλκη!»
σει. Τόσο που ο Βρασίδας την έβρισε Σαν πιστολιά ακούστηκε εκείνο το
μια φορά «Κρυψίνους είσαι και πα- «μεγάλωσες».
ράξενη! Άει σιχτίρ Χαρούλα!» Τη σι- «Μεγάλωσες Άλκη, πού θα πας;»
χτίρισε, βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε «Μεγάλωσες Άλκη, δεν θα καταφέ-
απ’το σπίτι μας. Και δεν τον ξανάδα- ρεις.»
με από τότε. Όχι πως μας στοίχησε, «Μεγάλωσες Άλκη, μεγάλωσα κι
αλλά όπως και να το κάνεις μια τα- εγώ.»
ραχή η μάνα μου την πήρε. Περισ- «Μεγαλώσαμε Άλκη, πού μ’αφήνεις