Page 82 - mag_97
P. 82

μικΡες ιςΤοΡιες


                         Με λένε Άννα.







               όμορφα,  αλλά  δεν  καταλάβαινα  γιατί                -  Αννούλα  μου,  στο  δημοτικό  μαθαί-
               επέμεναν να μου το λένε συνέχεια.                        νεις απλά πράγματα. Τώρα, που με-

               Όλα  έδειχναν,  όπως  πριν.  Όμως  κάτι                  γάλωσες θα πρέπει να πας σε κα-
               είχε συμβεί. Ρώτησα μια μέρα τη για-                     λύτερο  σχολείο.  Η  μόρφωση  είναι

               γιά. Με πήρε αγκαλιά και καθώς με                        σημαντική στη ζωή μας.
               φιλούσε  κατάλαβα  πως  τα  μαγουλά                   Το  σοβαρό  του  ύφος  με  τρόμαξε.

               της  ήταν  μούσκεμα.  Έκλαιγε.  Η  για-               Ήμουν σίγουρη, πως προσπαθούσε να
               γιά  έκλαιγε.  Σάστισα.  Έμεινα  ακίνητη,             πει  κάτι  σοβαρό  και  δεν  εύρισκε  τον
               να την κοιτάζω με απορία. Ως τότε δεν                 τρόπο.

               ήξερα πως κλαίνε και οι μεγάλοι.                      -  Θα πάω στο σχολείο που πάνε και τ’
               Εκείνο το βράδυ δεν  κατάφερα να κοι-                    αδέλφια μου, είπα.

               μηθώ. Φοβόμουν μήπως η γιαγιά ήταν                    Μα  πριν  προλάβω  να  τελειώσω  τη
               άρρωστη. Αναρωτιόμουν τι είχε και                     φράση μου, δήλωσε με ύφος σοβαρό,
               γιατί δεν μου το έλεγαν.                              πως  και  τα  αδέλφια  μου  θα  άλλαζαν

               Σηκώθηκα  πολύ  πρωί  κι  έτρεξα  στη                 σχολείο.

   82          μητέρα μου, αποφασισμένη να τα ξε-                    Τον κοιτούσα παγωμένη. Κοιτούσα και
               καθαρίσω όλα. Τέλειωνα το δημοτικό.
               Ήμουν μεγάλη πια. Γιατί μου φέρονταν                  τη  γιαγιά,  αλλά  εκείνη  ήταν  τελείως

               έτσι;                                                 ανέκφραστη, σαν να φορούσε μάσκα.

               Η μητέρα μου δεν είχε ξυπνήσει ακό-                   -  Που θα πάμε; ρώτησα, με φωνή που
               μα. Η γιαγιά, έπινε καφέ με τον πατέ-                    έτρεμε.
               ρα  και του έλεγε κάτι για υπομονή και                Η απάντηση ήρθε από τη γιαγιά.

               για φουρτούνες της ζωής... Σώπασαν                    –  Αννούλα  μου  θυμάσαι,  που  λέγα-
               απότομα  μόλις  με  είδαν.  Κατάλαβα                     με πως την τύχη μας, πρέπει να την
               πως άλλαξαν κουβέντα, γιατί άρχισαν                      φτιάχνουμε μόνοι μας; Θυμάσαι που

               να λένε διάφορα για τις ζέστες που ξε-                   λέγαμε πως πρέπει να μάθουμε τι
               κίνησαν  νωρίς  και  για  τη  χαρά  τους,                είναι  καλό  για  μας;  Οι  γονείς  σου
               που τέλειωνα το σχολείο.                                 αποφάσισαν πως το καλύτερο είναι

               -  Και  τώρα  μικρή  –είπε  ο  πατέρας–                  εσύ να πας εσωτερική σ‘ένα καλό

                  πρέπει να ετοιμάζεσαι για περισσό-                    σχολείο, ενώ τα αδέλφια σου θα μεί-
                  τερη μελέτη, σε ένα πιο μεγάλο σχο-                   νουν στην Αθήνα με την μαμά σου. Ο
                  λείο.                                                 μπαμπάς, πρέπει να γυρίσει στα κα-

               Όλοι οι συμμαθητές μου, θα πήγαιναν                      ράβια. Θα ταξιδεύει για ένα διάστη-
               στο  γυμνάσιο,  το  ήξερα.  Κανείς  δεν                  μα.

               είχε αγωνία για το νέο σχολείο. Τι εν-                Στο κεφάλι μου είχε πέσει κεραυνός.
               νοούσε ο πατέρας; Τον ρώτησα.                         Ένοιωθα  να  ζαλίζομαι.  Που  με  στέλ-
   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86   87