Page 33 - mag_95
P. 33

της Μαρίας Στρίγκου











               ήθελες κι εσύ. Όχι, αν μας διώξει, αλή-               τον πατέρα μου, τους γονείς του άντρα
               θεια θέλω να δω τι θα κάνεις. Λες και                 μου,  όλους.  Κανέναν  δεν  άφησα  μο-

               κάτι θα πάθαινες άμα τον άφηνες να                    νάχο του στο τέλος. Εκείνον τον έχασα
               στον ακουμπήσει λίγο. Άκου, άμα δεν                   από καρδιά, στα καλά καθούμενα. Εκεί
               θες να σου φέρονται σα πουτάνα, να μη                 που πίναμε το καφεδάκι μας, έβγαλε

               ντύνεσαι σα πουτάνα, εντάξει;»                        μια φωνή και πάρτον κάτω. Ήμουνα η

               Ρύζι μπασμάτι, μακαρόνια ολικής, ζα-                  δεύτερη γυναίκα του, παιδιά δεν είχα-
               μπόν άπαχο και μπλε τυρί Δανίας.                      με, άλλωστε μεγάλοι παντρευτήκαμε,

               Η γυναίκα στο ταμείο κοιτάει πέρα μα-                 για συντροφιά περισσότερο. Εκείνος
               κριά. Από ένα ραδιόφωνο ακούγεται το                  είχε παιδιά από τον πρώτο του γάμο,

               τραγούδι της Αρλέτας                                  μία κόρη κι έναν γιο. Μόλις έγινε η κη-
               «Πάω πίσω λοιπόν στη μαμά μου,                        δεία του πατέρα τους μου το είπανε, το
               στην κάμαρά μου την παιδική,                          και το, μάζεψέ τα και φύγε. Τα υπάρχο-

               μήπως βρω το χρυσό πρίγκηπά μου                       ντά του είναι πια δικά μας. Δεν σε θέ-
                                                                     λουμε εδώ. Τι να έκανα κι εγώ; Τα μά-
               που τον εψάχνω εδώ και μια ζωή.»
                                                                     ζεψα κι έφυγα. Εγώ τα μεγάλωσα αυτά

               Τοποθεσία:                                            τα  παιδιά  να σκεφτείς.  Το  ρετιρέ  που                  33
               ΙΚΑ Αλεξάνδρας                                        μέναμε με τον πατέρα τους και με δικά

               Ήταν μεγάλη σε ηλικία, ένα γέρικο δέ-                 μου  λεφτά  είχε  αγοραστεί.  Αλλά  άμα
               ντρο που ο άνεμος το είχε διπλώσει                    δεν έχεις αποδείξεις τι να το κάνεις;

               στα δύο, η σπονδυλική της στήλη δεν                   Πώς να το αποδείξεις και γιατί; Για τη
               μπορούσε να ισιώσει με καμία προ-                     θέα; Εδώ γιε μου δεν μέτρησε η φρο-

               σπάθεια. Το μπαστούνι έπαιζε το ρόλο                  ντίδα, οι αποδείξεις θα μετρούσαν; Κι
               του τρίτου –απαραίτητου πια– ποδιού                   εγώ που όλους τους συντρόφεψα ως
               για την μετακίνησή της.                               το τέλος, ολομόναχη τώρα, περιμένω

               Περιμένει υπομονετικά στη σειρά για                   το δικό μου. Άδικο δεν είναι;»

               να της γράψουν τα φάρμακα για το ζά-                  Τα άδικα σε βάρος των γυναικών σαν
               χαρο και την πίεση.                                   αγκίστρια περασμένα στο στόμα του

               Της δίνω τη σειρά μου για να μην τη                   κόσμου, ενός κόσμου που σπαρταράει
               φάει το κρύο, οι πόρτες είναι ανοιχτές                χρόνια κι όταν πια καταπονημένος θα

               και μπάζει από παντού. Τη ρωτώ πού                    φτάσει στο τέλος του μια γυναίκα θα
               μένει, πώς θα γυρίσει στο σπίτι της.                  φωνάξει την ύστατη στιγμή.
               Έξω έχει αρχίσει να ρίχνει χιονόνερο.                 «Μάναααα»

               Μένει εκεί κοντά σε μια ημιυπόγεια
               γκαρσονιέρα.

               «Όλους τους κοίταξα, τη μάνα μου,
   28   29   30   31   32   33   34   35   36   37   38