Page 32 - mag_95
P. 32

ενΑΣ μπΑμπήΣ

                       «Γυναίκες»








               «Μια βόλτα σου ζήτησα, μη μου τη βγά-                 «Σ’ άρεσε ε; Σ’ άρεσε, σ’ άρεσε. Έλα
               λεις απ’ τη μύτη»                                     μάνα μου να πιάσεις τα πορτοκάλια μου

               «Και πολύ σου είναι που ήρθαμε για                    να δεις τι ζουμί θα βγάλουν για σένα»
               καφέ. Άντε, σήκω να φύγουμε, με πε-                   Δυο μεγάλες κυρίες χασκογελάσανε

               ριμένουν στο καφενείο.»                               πονηρά, ένας άλλος πωλητής έκλει-

               Πλήρωσαν κι έφυγαν άρον – άρον.                       σε πονηρά το μάτι στην κοπέλα. Εκεί-
               Φεύγοντας φευγαλέα  διασταυρώθη-                      νη αφήνοντας τη σακούλα μισογεμάτη
               κε το βλέμμα μου με το δικό της. Ένα                  έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

               αγκάθι μου καρφώθηκε στην ψυχή.                       Τοποθεσία:

               Κανένας, μια βόλτα, μια παρηγοριά,                    σούπερ μάρκετ στην Κυψέλη
               ποτέ, μόνο σκάσε και δούλευε.                         Ζευγάρι νεαρό γύρω στα τριάντα κάνει


               Τοποθεσία:                                            τα ψώνια του μιλώντας χαμηλόφωνα
               λαϊκή στο Ν. Κόσμο                                    αλλά με ένταση. Μια ένταση που φαί-
               «Πάρε, πάρε, μέλι τα πορτοκάλια σου                   νεται απ’ τον τρόπο που κινούν και οι

               λέω, πάρε, πάρε»                                      δυο τα χέρια τους, απ’ τις εκφράσεις
   32                                                                στα πρόσωπά τους.
               Θα ήταν σκάρτα είκοσι, ντυμένη με τη
               φρεσκάδα της νιότης της και με το θρά-                «Σιγά μωρέ, σου έπιασε λίγο το μπού-
               σος της ηλικίας της. Το νεανικό κορμί                 τι και κάτι έγινε. Αντί να του τριφτείς
                                                                     λίγο, να τον παίξεις μήπως κάναμε τη
               ξεχείλιζε άνοιξη κι ας βρισκόμασταν                   δουλειά μας μου θίχτηκες κιόλας. Σε
               στην καρδιά του χειμώνα. Ο πωλητής                    μένα πώς τα έκανες κάποτε; Αλλά τότε

               του πάγκου την έτρωγε με τα μάτια με                  ήταν αλλιώς ε; Ήθελες να με τυλίξεις,
               μια λαιμαργία που του ήταν αδύνατο να                 να με κάνεις να σε παντρευτώ. Τώρα

               κρύψει. Για να ακριβολογώ δεν ήθελε                   όχι; Τώρα που μπορεί να μας βοηθή-
               καν να την κρύψει, το αντίθετο μάλιστα.               σει αυτός στη δουλειά μου θίχτηκες;

               «Έλα εδώ μανάρι μου, να σε ρουφήξω                    Θέλεις  να  το  παίξεις  φεμινίστρια;  Όχι
               απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, όλα σου                 αυτές τις μπύρες, μαύρη κοπέλα μου,

               τα ζουμιά.»                                           μαύρη πίνω χρόνια τώρα αλλά εσύ
               Η κοπελίτσα κοκκίνισε, τα έχασε, απο-                 πού…το μυαλό σου στις μαλακίες. Άμα

               πειράθηκε να χαμογελάσει από αμηχα-                   μας απολύσει τώρα να δω τι θα κατα-
               νία. Ο κόσμος γύρω ψώνιζε, μετρούσε                   λάβεις, ηλίθια. Πώς θα ψωνίζεις τώρα
               κέρματα, διάλεγε ντομάτες και πορτοκά-                τα κολλητά που σ’ αρέσουν, πώς θα

               λια. Ο πωλητής συνέχισε πιο ξεθαρρε-                  κάνεις τα νύχια σου, πώς θα μπογιατί-
               μένος αφού δεν είδε κάποια αντίδραση.                 ζεσαι; Ύστερα λες γιατί στην έπεσε, μα

               Τα λόγια του συνοδεύουν και κινήσεις                  κοίτα πώς ντύνεσαι κοπέλα μου; Κοίτα
               των χεριών του όλο νόημα.                             πώς βάφεσαι; Αυτός φταίει; Πες ότι τα
   27   28   29   30   31   32   33   34   35   36   37