Page 31 - mag_95
P. 31

της Μαρίας Στρίγκου










                         «Γυναίκες»


















               Τοποθεσία:                                            έκανε να ντραπώ πολύ, για μένα, για
               Μετρό Ανθούπολη - Ελληνικό                            τις εποχές και για τον κόσμο γύρω μου.

               «Πεινάω ρε, τι δεν καταλαβαίνεις; Πει-                Κάποιοι συνεπιβάτες απέφυγαν τη μα-
               νάω!»                                                 τιά μου καθώς επέστρεφα στη θέση

               Η φωνή ήταν επιτακτική, άγρια, θυμω-                  μου.
               μένη, προκλητική. Ήταν μια φωνή που                   Τοποθεσία: ένα μικρό καφέ στο κέντρο

               δεν ικέτευε, δεν μεμψιμοιρούσε, δεν σ’                Η μέρα είχε ήλιο, με δόντια αλλά ήλιο,
               εκλιπαρούσε στοχεύοντας στο συναί-                    με μάσκα αλλά ήλιο, με πανδημία αλλά                       31 31

               σθημά σου.                                            με φως. Κάθισα σ’ ένα καφέ στο κέ-

               «Πεινάω ρε, τι ανθρώποι είσαστε εσείς;                ντρο να μαζέψω όσο περισσότερο ήλιο
               Δεν ακούτε; Πεινάω!»                                  μπορώ, σαν αντίδοτο στη γενικευμένη
                                                                     μαυρίλα. Στο διπλανό τραπέζι ένα με-
               Την κοίταξα με προσοχή. Ήταν μια γυ-                  σόκοπο ζευγάρι, ο άντρας εμφανώς
               ναίκα κάπου ανάμεσα πενήντα με                        εκνευρισμένος, η γυναίκα εντελώς

               εξήντα. Ταλαιπωρημένη εμφανώς και                     αδύναμη.

               απεριποίητη αλλά αυτό που με εντυ-                    «Και τι να σου κάνω εγώ; Το ήξερες
               πωσίασε ήταν ότι δεν έδειχνε ηττημέ-                  πως θα ήταν δύσκολα, δεν το ήξερες;
               νη. Ήταν μια πολύ θυμωμένη γυναίκα                    Το ήξερες πως θα έπρεπε να δουλέ-

               που δεν θα δίσταζε να τα χώσει σε κά-                 ψουμε κι οι δυο. Επέμενες να πάρουμε

               ποιον από εμάς που δεν αντιδρούσαμε                   το σπίτι. Τράβα τα τώρα.»
               στο κραυγάζον αίτημά της.                             «Για το παιδί επέμενα. Να βρει κάτι από

               Έβγαλα δέκα ευρώ από την τσέπη μου                    μας. Να μην ταλαιπωρηθεί όσο εμείς»
               και την πλησίασα. Με κοίταξε στα μά-                  «Τι παραπονιέσαι τότε; Σκάσε και δού-

               τια.                                                  λευε μαλάκω!»
               «Κανένας άλλος δεν συγκινήθηκε; Κα-                   Εκείνη άνοιξε τα μάτια διάπλατα, άνοι-

               τάντια ρε φίλε. Κανένας δεν ακούει τη                 ξε το στόμα μα φωνή δε βγήκε.
               φωνή της πείνας;»                                     Μετά από ώρα ακούστηκε σαν ψίθυ-

               Δεν ξέρω γιατί η τελευταία φράση μ’                   ρος
   26   27   28   29   30   31   32   33   34   35   36