Page 79 - mag_83
P. 79
της Δήμητρας Ξενάκη
η ελιά
« ...να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύριζο λιόδεντρο...»
Θερινό Ηλιοστάσι / Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Η γέρικη ελιά, ήταν εκεί από πάντα. Τα φρέσκα φύλλα άφηναν κάθε τους
Ο ήλιος και η νύχτα την ήθελαν –και μόριο στο φως, σαν κοπέλες που
οι δυό– κατάδική τους και μάλωναν επιδείκνυαν μ’ενα κρυμμένο χαμό-
καθώς εκείνη μίλαγε στο φως, όποιο γελο αιδούς, τα νεανικά τους κάλλη. 79
χρώμα κι αν είχε. ‘Ελεγαν ερωτόλογα στον ουρανό.
Άφηνε τις αχτίδες του ήλιου και του Μιλούσαν για μακρινούς ορίζοντες ,
φεγγαριού, να μπλέκονται στα κλα- που θα φέρουν νέα μηνύματα κι αλ-
διά της και να βάφουν τα φύλλα με λιώτικες ζωές.
όποιο χρώμα ήθελαν. Τα άλλα φύλλα, τα πιο γέρικα, σφίγ-
Άφηνε το χρυσό και το ασημένιο γονταν πάνω στα κλαδιά και πάλευαν
φώς να ξαποσταίνουν στις φυλλω- να στεριώσουν ανάμεσα στο τώρα,
σιές και να σφουγγίζουν τα δάκρυά στο χθές και στο αβέβαιο αύριο.
τους στους μεγάλους ρόζους του Λέγανε λόγια πολλά και μπερδεμέ-
κορμιού της. να. Έκαναν αγωνιώδη προσπάθεια
Οι κουβέντες της, με τα χρώματα να ενώσουν τα βιώματά τους με την
τ’ουρανού, έφταναν σε μένα άλλοτε αλήθεια.
σαν ψίθυροι, άλλοτε σαν ήρεμο τρα- Μια μέρα χάιδεψα τους ρόζους στο
γούδι κι άλλοτε σαν ατέλειωτα ερω- κορμί της ελιάς. Ήταν σκληροί. Μου
τηματικά, που γύρευαν απόκριση κι γρατζούνισαν τα χέρια. Κάθησα στις
αλήθειες. ρίζες και τα κοιτούσα
Κρυφάκουγα. - Αυτό, το λίγο αίμα στα χέρια σου,