Page 73 - mag_89
P. 73

της Δήμητρας Ξενάκη











               χεριού, που κράταγε το μαντήλι.                       θώς μιλούσε. Πως μένουν έτσι κάποιες
               Τα δάκρυα θόλωναν το βλέμμα της και                   σκόρπιες φράσεις που για άλλους δεν

               προσπαθούσε να κρυφτεί απ’ τη μικρή                   σημαίνουν τίποτα;
               της αδελφή. Το καλοκαίρι είχε φύγει.                  - Μ ’αρέσει στο μώλο είχε πει ...και εν-

               Οι μέρες της «εξοχής» είχαν τελειώσει.                νοούσε «δεν ήρθα βόλτα με το ποδήλα-
               Η αγκαλιά της γιαγιάς απομακρυνόταν.                  το, γιατί εσύ έλειπες απ’ την παρέα.»

               Έμενε ένα λευκό μαντήλι να ανεμίζει...                Είχε καθίσει δίπλα της. Τα κύματα συ-
               κι ένα μωβ καλοκαίρι να τη στοιχειώνει.               νέχιζαν  να  πηγαινοέρχονται,  κάποιος

                                      ❋                              βαρκάρης έβγαινε απ’ το λιμανάκι
               Αφέθηκε... Το καλοκαίρι που χάθηκε                    - Γεια σας παιδιά!
               στο σμίξιμο του μπλε και του μωβ!                     Μπορεί και να αντιχαιρέτησαν, δεν θυ-

               Θυμήθηκε εκείνο το λουλουδάτο φόρε-                   μόταν. Η μπάσα φωνή του Φάνη της
               μα με τις λεπτές τιράντες που αγαπούσε                έλεγε κάτι για τις δέστρες του μώλου.

               τόσο. Είχε ένα σπασμένο λευκό χρώμα                   - Έδεναν εκεί οι μαούνες, την εποχή της
               και πολλά μικρά μωβ και γαλάζια λου-                  σταφίδας.

               λούδια.                                               - Ναι του είπε, σκέψου τα κάρα που έρ-                     73
               Βρέθηκε πάλι στην άκρη της προκυμαι-                  χονταν φορτωμένα εδώ. Πόσο αλλιώτι-
               ας,  να χαζεύει τα κύματα που έρχονταν                κος  θα 'ταν ο μώλος.

               με ορμή, αναδιπλώνονταν, υποχωρού-                    Είδε μπροστά της τη σταφίδα όχι μαύρη
               σαν και ξαναέρχονταν. Μύρισε το θα-                   -όπως την έλεγαν- αλλά σκούρα μωβ,

               λασσινό αέρα, που ανασήκωνε το φό-                    με τον ήλιο να της ξανοίγει το χρώμα
               ρεμά της και ένοιωθε τη γαλήνη, που                   καθώς έπεφτε πάνω της χωρίς έλεος
               έφερνε η θάλασσα.                                     Φαντάστηκε να ήταν εκεί με το Φάνη,

               Ο Φάνης έφτασε με το ποδήλατο σχεδόν                  να χουφτώνουν σταφίδα, και να  τρώνε
               αθόρυβα. Άκουσε τον ήχο που έκαναν                    γελώντας.

               οι ρόδες στις πλάκες του μώλου, ακρι-                 Φαντάστηκε το λουλουδάτο φουστάνι
               βώς τη στιγμή που σταματούσε πίσω                     ν’ ανεμίζει και τα χρώματα να παίζουν,

               της.                                                  σ ‘όλη τη γκάμα του μωβ και του γαλά-
               Ευτυχώς που είναι σκοτάδι -είχε σκε-                  ζιου.

               φτεί- και δεν βλέπει το κοκκίνισμά  μου.              - Κρυώνεις; Ο Φάνης την γύρισε στο
               Το 'νοιωθε πως είχε κοκκινήσει.                       τώρα.
               - Προτίμησες το μώλο απ’ το ποδήλατο                  - Όχι.. κάτι σκεφτόμουν..

               ε; της είπε.                                          Δεν θυμόταν τι έλεγε. Θυμόταν μόνο
               Άκουγε πάλι ολοζώντανη τη φωνή του.                   πως την τράβηξε στην αγκαλιά του. Εκεί

               Θυμόταν την αγαπημένη έκφραση, τον                    στο μισοσκόταδο ένοιωσε το χάδι του
               τρόπο που έπαιζαν τα μάτια του κα-                    και αφέθηκε στο πρώτο τους φιλί.
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78