Page 78 - mag_89
P. 78

ενΑς μπΑμπής











               τσιγάρο μηχανικά. Είναι φορές που ο                   ξάφνιασμά της.
               κόσμος πλέει σε μια θολή θάλασσα γε-                  Γελάει αμήχανα, κάνει πως φτιάχνει

               μάτη πόνο. Γεμάτη φόβο. Τα τελευταία                  τα μαλλιά της, αφήνει κάτω το ποτιστή-
               χρόνια συμβαίνει πιο συχνά.                           ρι. Δεν υπάρχουν λόγια, δεν μπορεί

               «Τη λένε Ελένη. Κι είναι το πιο όμορφο                να απαντήσει στην ερώτηση, οι λέξεις
               κορίτσι στον κόσμο» ο πιτσιρικάς κά-                  φρακάρουν στον λαιμό της.

               θεται δίπλα μου κι ανοίγει τη μπύρα.                  «Τι έρωτες μου λες; Έχουμε τον ιό
               Πίνει μια μεγάλη γουλιά. Μου προσφέ-                  τώρα. Έκανες το εμβόλιο εσύ Μπάμπη

               ρει κι εμένα.                                         ή ακόμα;»

               «Θα γίνει πόλεμος τότε. Πάντα η Ελέ-                  Ο Αργύρης από εκεί που βρίσκεται θα
               νη φέρνει πόλεμο» κάνω τον έξυπνο                     ρίχνει καντήλια τώρα, έτσι φαντάζομαι.
               σα να μη θέλω ν’ ακούσω την αλήθεια                   Με την άκρη του ματιού μου πιάνω μια

               που φωνάζει η ίδια η ζωή.                             κίνηση. Είναι ο πιτσιρικάς με την Ελένη

               «Αν δεν είναι πόλεμος, δεν είναι έρω-                 του αγκαλιά, περπατάνε προς το μέρος
               τας ρε φίλε»                                          μας. Μόλις μας φτάνουν με χαιρετά χα-
   78          Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. Μάθε                     ρωπά, μου τη δείχνει με τα μάτια.

               μαλάκα Μπάμπη να διαβάζεις τα ση-                     Έναν έρωτα πεθύμησα, έναν ωραίο

               μάδια  του  Σύμπαντος  και  μην  κάνεις               έρωτα, έναν γενναίο έρωτα, που να
               τον μάγκα δίχως λόγο.                                 σε κάνει να πεις άξιζε να ζήσω για να
                                                                     τον γνωρίσω. Αυτό μάλιστα θα είναι
               Ο νεαρός κοιτάει την οθόνη του κινη-                  ελευθερία, όλα τα υπόλοιπα είναι πφα-
               τού του που αναβοσβήνει. Δεν μου δί-                  ϊζεριές και άστρα μοντέρνα. Θα μείνω

               νει καμιά σημασία. Σβήνω το τσιγάρο                   παλαιών αρχών, τότε που οι πόλεμοι
               και πάω να σηκωθώ. Ξαφνικά το χτυ-                    γινόταν με φιλιά και όχι με μικρόβια.

               πημένο μου πόδι με πεθαίνει. Τι θα γί-                Δίκιο έχεις μπαγάσα, θέλω να του
               νουν αυτά τα αθώα παιδιά μέσα στον                    φωνάξω, μα αντί γι’ αυτό του κλείνω

               κόσμο που φτιάξαμε; Τι γίναμε εμείς                   το μάτι εγκρίνοντας και νιώθω πως η
               άραγε;                                                Άνοιξη δεν πήγε χαμένη και φέτος.

               Λίγο πριν στρίψω για το σπίτι συναντώ                 Δεν χρειάζεται να λέμε πολλά, να νιώ-
               την κυρά Λίτσα, την κομμώτρια. Μοιά-                  θουμε χρειάζεται, α ναι και να επιθυ-

               ζει  πρόσχαρη  μα  βλέπω  καθαρά  την                 μούμε. Τίποτα άλλο.
               κούρασή της. Με καλησπερίζει καθώς
               ποτίζει τις γαρδένιες που έχει στην εί-

               σοδο του μαγαζιού της.

               «Ερωτεύονται σήμερα οι άνθρωποι
               κυρά Λίτσα;» τη ρωτάω και νιώθω το
   73   74   75   76   77   78   79   80   81   82   83