Page 68 - mag_82
P. 68
μιΚΡες ιςΤοΡιες της Δήμητρας Ξενάκη
ή τελευταία του
αγάπη
Μια γυναίκα ανήμπορη, πελεκημένη που μπλέκεται με τον ουρανό. Ν’ ακού-
ανελέητα από το χρόνο και τα βάσανα με το κύμα ήρεμο ή άγριο να σκάει πάνω
ήταν τώρα ή «Βασούλα». μας κι έπειτα να μεταμορφώνεται σε μι-
Ξέπλεκα ατημέλητα μαλλιά που έπεφταν, κρές σταγόνες που εκτοξεύονται τριγύρω
σώμα φθαρμένο, μάτια κλειστά που κυνηγώντας αυτή την απειροελάχιστη
ονειρεύονταν άλλες παλιές εποχές. Και ανύψωση που τους επιτρέπει ο χρόνος.
σιωπή. Μόνο παραπονεμένες ματιές και Έτσι είμαστε κι εμείς «Βασούλα» μου.
σιωπή. Δυό σταγόνες που ευλογήθηκαν να πάνε
Εκείνος, της μίλαγε όπως τότε που ξα- ψηλά, να λάμψουν και να χορέψουν, σε
νοιγόταν μαζί στο πέλαγο. μια σχισμή του χρόνου.
- Γεράσαμε -της έλεγε- όμως εσύ δεν Έλεγε, έλεγε... Κι εκείνη σιωπούσε, μα
έφυγες. Μένεις εδώ να μοιραζόμαστε Άκουγε τα λόγια του. Έπαιρνε την αγάπη
μαζί τη ζωή που μας απόμεινε. Είσαι η του και την αντιγύριζε πολλαπλασιασμέ-
τελευταία μου αγάπη. Η κυρά μας, η Βα- νη.
σιλική μου δεν άντεξε. Έφυγε. Δυό «απομεινάρια» του χρόνου, που
Σου 'χω πει πως στο τέλος δε μιλούσε; έστελναν λατρεία το ένα στο άλλο και
68 Με κοίταζε έτσι, όπως εσύ τώρα.Μιλού- προσκυνούσαν ευλαβικά, κάθε μικρή
σαν καμμιά φορά τα μάτια της... στιγμή που μοιράστηκαν.
- Λέω ...πως θα ‘ξερε πως δε θα μείνω Έτσι θά έμεναν πάντα. Να μιλούν χωρίς
μόνος. Ήξερε πως θα 'χω εσένα. φωνή, ν' αγκαλιάζονται, ν’ αγαπιούνται
Η βάρκα δεν του απαντούσε. Μόνο, που και να περιφρονούν τον χρόνο των αν-
υπάρχουν σιωπές πιο βροντερές από τα θρώπων.
λόγια. Τον κοίταζε κι εκείνος ένοιωθε να Τα παιδιά, που μαζεύονταν στην ακτή,
μοιράζεται μαζί της αναμνήσεις και σκέ- επαιζαν συνέχεια με τη στεριανή βάρκα.
ψεις. Τα χορτάρια της άμμου παρασυρ- - Είναι η καλύτερη κρυψώνα -φώναζαν-
μένα απ’ το απαλό αεράκι χάιδευαν το και φώλιαζαν, εκεί που κάποτε εκείνος
γδαρμένο κορμί της. έχωνε τα δίχτυα.
-Δεν σε παράτησα -της έλεγε κάποιες Κι εκείνος δεν τα μάλωσε ποτέ. Χαμογε-
φορές. Άλλοι σε τράβηξαν έξω απ’ το λούσε κρυφά.
νερό. Εγώ είμαι ανήμπορος πια. Πως να Θα του 'χε πει, η στεριανή πιά βάρκα,
σε πάρω να ψάξουμε τη γραμμή του ορί- πως περνάει ωραία μαζί τους -κι αυτός
ζοντα... Δε με βαστάνε τα πόδια μου. Τα μοιραζόταν τη χαρά της.
χέρια που σε φρόντιζαν έγιναν δυσκίνη- - Γίναμε στεριανοί στα γεράματα- της
τα. έλεγε- μα είμαστε καμωμένοι από θά-
- Όμως η καρδιά μου δεν άλλαξε «Βα- λασσα...
σούλα» μου. Αυτό το ξέρεις. Έτσι δεν εί- Και μετά πήγαινε με αργά βήματα στο
ναι; Φεύγουμε καθε μέρα στ’ ανοιχτά. καφενείο, στη γνωστή του γωνιά.
Να αγκαλιάσουμε το γαλάζιο μέχρι εκεί Ζήταγε τσίπουρο κι έπινε στην υγειά της!