Page 67 - mag_82
P. 67
της Δήμητρας Ξενάκη
67
Πέρναγε κάθε πρωί και την κοιτούσε. Η αγαπημένη του
βάρκα, τον περίμενε ξαπλωμένη στην παραλία. Από μα-
ή τελευταία του κρυά έβλεπε μόνο ένα κόκκινο χρώμα που έπαιζε με τις
αχτίδες του ήλιου. Κι όταν πλησίαζε, την άγγιζε όσο πιο
αγάπη απαλά μπορούσε,σαν νάταν καμωμένη απο έυθραστο γυα-
λί. Η βάρκα του η αγαπημένη ήταν τώρα σε μιαν άκρη της
παραλίας. Ηταν αφημένη στο έλεος του ήλιου, του άνεμου
και του χρόνου. Το κόκκινο χρώμα της ξέφτιζε. Άλλαζε
αποχρώσεις και μόνο σε κάτι γωνιές ξεπρόβαλε εκείνο το
ζωντανό κόκκινο που κάποτε την έκανε να ξεχωρίζει ανά-
μεσα στα άλλα σκαριά.