Page 47 - mag_011
P. 47

ΕΠΊΚΑΊΡΟΤΗΤΑ


                                                                                   από την Κατερίνα Επιτροπάκη















               στεί,  τα  πρώτα  μακρόστενα  τραπέζια  ήταν          και  πρέπει  να  μου  είχαν  κάνει  σημάδια  τα
               ήδη συμπληρωμένα.                                     νύχια του απ την ένταση, δεν διαμαρτυρήθη-
               «Για Βαγγέλη Σωτηρόπουλο, δεξιά παρακα-               κα. Η θλίψη μου προσπάθησε να παραμείνει
               λώ!» Διευκρίνιζε κάποιος με μουστάκι, σκού-           αθόρυβη και διακριτική, σεβόμενη τη συντρι-
               ρο κοστούμι και αδιάφορη φάτσα , με φωνή              βή του Μάκη.
               που μου θύμιζε τους παλιούς εισπράκτορες              - «Τους είχες γνωρίσει ποτέ όλους αυτούς;»
               στα τρόλεϋ.                                           - «Από φωτογραφίες μόνο. Δεν ήθελαν σχέ-
               Κατευθυνθήκαμε  ωστόσο  στην  αντίθετη                σεις μαζί μας»
               πλευρά  της  αίθουσας,  στο  πίσω  μέρος  σε          - «Δεν σε γνώρισαν ποτέ όλ’ αυτά τα χρόνια;»
               μια  γωνιά.  Επιδιώξαμε  να  καθίσουμε  εκτός         -  «Δεν  ήθελαν  ούτε  ν’  ακούσουν  για  μένα.
               των προσδιορισμένων «ορίων». Πρέπει μάλ-              Εδώ είχαν 15 χρόνια να μιλήσουν στον Βαγ-
               λον να είχαμε μπερδευτεί με τους επισκέπτες           γέλη. Από τη στιγμή που έμαθαν για τον γάμο
               μιας άλλης κηδείας, που η προσφορά καφέ-              μας στην Ολλανδία. Κόψαν και τα προσχήμα-
               δων γινόταν ταυτόχρονα.  Εκεί νιώθαμε πιο             τα. Ντροπή της οικογένειας είσαι, του διαμή-
               ασφαλείς. Μπορούσαμε, ο Μάκης κι εγώ, να              νυσαν. Του είχαν ζητήσει να μην ξανακατεβεί
               μείνουμε μακριά από τους υπόλοιπους, τους             στη Σπάρτη, ούτε για Χριστούγεννα. Ακόμα κι
               συγγενείς  «εξ  αίματος».  Προσωπικά  δεν             όταν πέθανε η μάννα τους, του απαγόρευσαν                  47
               γνώριζα κανέναν. Και μάλλον δεν επιθυμού-             να κατέβει για την κηδεία. Κι εκείνος το σεβά-
               σα να τους μάθω. Ωστόσο ο Μάκης, άρχισε               στηκε, δεν ήθελε να τους ντροπιάσει. Μόνο
               με  την  συρτή,  λίγο  τραγουδιστή  φωνή  του,        εγώ όμως ξέρω πόσο του στοίχισε. Αφού και
               ψιθυριστά:                                            την περασμένη βδομάδα στο νοσοκομείο, τις
               «Η ψηλή στη γωνία με τα γυαλιά είναι η αδελ-          τελευταίες μέρες, πριν πέσει σε κώμα, μου το
               φή του η μεγάλη, η Αναστασία. Αυτός δίπλα             ανέφερε. “Αχ βρε μωρό μου”, μου είπε, μακά-
               της είναι ο άντρας της. Η κόρη της η Μάρω             ρι να μην τους είχα ακούσει και νάχα πάει να
               είναι η κοπέλα με τις κόκκινες ανταύγειες στο         δω τη μάνα μου πριν πεθάνει”…»
               πίσω  τραπέζι.  Εκείνοι  αριστερά  πρέπει  να         Ξανασταμάτησε ο Μάκης να μιλάει. Ξανάρχι-
               είναι τα πρώτα του ξαδέλφια με τις γυναίκες           σε το κλάμα, βουβό αυτή τη φορά, χωρίς να
               τους. Η αδελφή του η μικρή είναι εκείνη που           μπήγει τα νύχια του στο γόνατό μου. Ανέβα-
               μιλάει  στην  πόρτα  με  την  ίσια  φούστα.  Τα       σε το χέρι του στο τραπέζι και έπιασε το δικό
               σκασμένα  που κάνουν φασαρία πρέπει να                μου. Ήταν και των δυο μας παγωμένα.
               είναι τα παιδιά της, τα δίδυμα. Δεν βλέπω τον         Τον Βαγγέλη τον είχα γνωρίσει από τότε που
               ανηψιό του τον Παναγή πουθενά. Α! νάτος,              ήμασταν κι οι δύο ασκούμενοι στο ίδιο δικη-
               τώρα μπήκε μέσα. Ο Βαγγέλης του είχε τόση             γορικό  γραφείο.  Είχαμε  γίνει  από  τότε  κολ-
               αδυναμία. Αλλά ούτε κι αυτός ήθελε σχέσεις            λητοί. Σ’ όλη μας τη ζωή, είχαμε μια σπάνια
               μαζί του»….                                           φιλία και μια σχέση απόλυτα εξομολογητική.
               Σ’ αυτό το σημείο η φωνή του Μάκη έσπα-               Του έλεγα απ΄τη ζωή μου τα πάντα και ήξερα
               σε. Μάλλον δεν άντεχε άλλο, έτσι κι αλλιώς.           γι’ αυτόν όλες του τις «αμαρτίες», τις ερωτικές
               Άφησε επιτέλους τα δάκρυά του να κυλούν               του περιπέτειες, τις απαγορευμένες διαδρο-
               ανεξέλεγκτα  στις  μαγουλογραμμές.  Παρότι            μές του. Με τον Μάκη είχαν γνωριστεί σ’ ένα
               επέμενε να φορά τα μαύρα του γυαλιά, δεν              gay μπαρ. Από την πρώτη στιγμή μου μίλη-
               βοηθούσαν και πολύ την κατάσταση. Καθό-               σε για τον «έρωτα της ζωής του». Πράγματι,
               μουν δίπλα του, δακρύζοντας κι εγώ σιωπη-             όλα αυτά τα χρόνια, παρά τη «διαφορετικό-
               λά.  Το  χέρι  του  έσφιγγε  νευρικά  το  γόνατό      τητά» τους, ήταν το πιο ταιριαστό και πιο ευ-
               μου, όση ώρα τρανταζόταν σε λυγμούς. Αν               τυχισμένο ζευγάρι που γνώριζα. Πάνω από
   42   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52