Page 51 - mag_012
P. 51

ογράφος  της  εφημερίδας              εις την Ομόνοιαν.                 οποίος μου είνε ο αντιπαθη-
               «Σκριπ» ετοιμάζεται για ένα         –  Δεν έχεις δίκηο, μου απή-        τικώτερος δρόμος των Αθη-
               ρεπορτάζ  πόλεως.  Η  Αθη-            ντησε. Η οδός Αθηνάς έχει         νών.
               νάς τον περιμένει …                   πολύ ιδιαίτερον κουλέρ λο-        Από  ένα  ηλεκτροφωτισμέ-
               «-Α...  απόψε  δεν  έχει  ξενύ-       κάλ, ιδίως την ώραν αυτήν.        νον  υπόγειον  απέναντι,  ήρ-
               κτι, είπα μέσα μου. Και απο-        Ομολογώ  ότι  ήτο  η  πρώτη         χοντο αι βραχναί φωναί των
               φασιστικός  επλήρωσα  τον           φορά που θα εκαθόμουν εις           θυγατέρων της χαράς. Ετρα-
               πέμπτον  ήδη  καφέν  μου,           καφενείον της οδού αυτής.           γουδούσαν ένα σμυρνιώτικο
               που έπινα από το πρωί, δια          –  Καλά,  του  είπα,  αλλά  δια     τραγουδάκι  και  έπειτα  ένα
               να υπάγω να κοιμηθώ.                  πέντε μόνον λεπτά.                αμανέ.
               Εις την γωνίαν του δρόμου,          –  Σύμφωνοι.                        Επί της ιδίας σειράς, διέκρι-
               συνήντησαν φίλον ηθοποιόν           Απέναντί     μας     εκάθηντο       να ένα σταυρόν.
               και  γνωστότατον  ξενύκτην.         τρεις άνθρωποι που εμιλού-          –  Μα  δεν  είνε  εκκλησίτσα
               Ταυτοχρόνως σχεδόν είπαμε           σαν για μια Κατερινούλα. Τι           αυτή εκεί;                             51
               και οι δύο:                         ήσαν,  νομίζετε;  Καλλιτέχναι       –  Ναι, φίλε μου. Εκκλησίτσα
               –  Α, δεν έχει απόψε ξενύκτι...     και  αυτοί.  Δηλαδή  παίκται          και  νεοβυζαντινού  τύπου.
               Έπειτα εδώσαμε τα χέρια και         σαντουριών.  Αυτό  μόνον              Φαντάσου  να  επιτρέπεται
               ανταλλάξαμε τυπικάς λέξεις.         ημπορεί να τους ζωγραφίση.            ένα  καφέ-αμάν  κοντά  σε
               –  Πάμε  ως  το  κιόσκι,  μου       Ολίγον αργότερα, εις λαντώ            μια εκκλησία.
                 είπε,  της  Ομονοίας  ν’αγο-      λουσόζο,  έφθασαν  υπερή-           Τι  παράξενος  δρόμος,  αλή-
                 ράσω  ένα  γραμματόσημο           φανοι  τέσσαρες  άλλοι,  που        θεια.  Άλλοτε  θα  εθεωρείτο,
                 και χωριζόμεθα αμέσως.            είχον όψιν χασισοπότου.             ίσως,  από  τους  μεγαλειτέ-
               –  Καλά,  αλλά  ως  το  κιόσκι      –  Φαντάσου,  φίλε  μου,  μου       ρους  και  ωραιοτέρους  της
                 μόνον.                              είπεν, εσύ κ’εγώ να συλλο-        πρωτευούσης.  Σήμερον,  η
               –  Μόνον.                             γιζώμεθα να πάρουμε ένα           οδός που ενθυμίζει συγχρό-
               Επροχωρήσαμε.         Μιλήσα-         μόνιππο  κι’αυτοί  να  παίρ-      νως τουρκομαχαλά και δρό-
               με  για  το  φεγγάρι,  για  την       νουν λαντώ.                       μον  επαρχιωτικής  πόλεως.
               ωραία  βραδυά  και  για  τας        –  Μα τι είνε αυτοί οι άνθρω-       Έχει στυλ και χρώμα ανατο-
               επιθεωρήσεις.  Ασυνειδήτως            ποι; τον ηρώτησα.                 λίτικον  ή  με  άλλους  λόγους
               τον συνώδευσα εις την οδόν          –  Τι  είνε;  Αγαπητικοί,  φίλε     θλιβερόν  και  αξιοδάκρυτον.
               Αθηνάς.                               μου. Δεν βλέπεις το τακου-        Και  δια  να  γείνη  δρόμος
               –  Ε, τι λες, μου είπεν έξαφνα.       νάκι των, της αφέλειές των,       Αθηναϊκός,  χρειάζεται  να
               –  Τι, τι λέω;                        το  ύφος  των,  το  λάδωμα        κλεισθούν  από  εκεί  μερικά
               –  Καθόμαστε να πιούμε έναν           των μαλλιών των;                  καφενεδάκια, όπως αυτό, εις
                 καφέ εδώ;                         –  Και τι ζητούν εδώ;               το οποίον είχα την τιμήν να
               Και μου υπέδειξεν ένα καφε-         –  Μα η οδός Αθηνάς είνε γε-        μείνω με τον φίλον μου, ηθο-
               νεδάκι εις το μέσον της οδού          μάτη από καφέ-σαντάν.             ποιόν, ως τας τρεις το πρωί.
               Αθηνάς;                             Εδώ  και  εις  τας  παρόδους        Δεν έλειπε παρά μία λατέρνα
               –  Α,  διεμαρτυρήθην,  αν  ήτο      είνε το κέντρων των.                δια να έχω πλήρη την εντύ-
                 να  καθήσουμε  ακόμα,  ήτο        Επρόσεξα       περισσότερον         πωσιν, ότι ευρίσκομαι εις το
                 προτιμότερον  να  μείνωμε         τότε  τον  δρόμον  αυτόν,  ο        Κάιρον.»


               Από το βιβλίο του Θωμά Σιταρά «Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται 1834-1938» εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2011
   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56