Page 56 - mag_24
P. 56
ΣΤΙΓΜΕΣ της Κατερίνας Επιτροπάκη
Δεν είχε συλλάβει πόσο χρόνο είχε μείνει μέσα στο παρκαρισμένο Τα λόγια αυτά της κόρης της,
αυτοκίνητο, χαμένη στη σκέψη της, κοιτώντας αδιάφορα το χειμω- ξαφνικά, καρφώθηκαν στο
νιάτικο παραλιακό τοπίο, έτσι όπως ο περίπου μαύρος ουρανός κέντρο του μυαλού της και
συναντούσε στο βάθος του τη σκούρα θαλασσογραμμή. Μόνο συνδεθήκανε με τις σκέψεις
όταν επιχείρησε να πάρει κι άλλο τσιγάρο από το πακέτο και διαπί- που έκανε όλες τις ώρες πριν.
στωσε πως είχε πριν από λίγο καπνίσει το τελευταίο, τότε μόνο συ- Για μια στιγμή σάστισε. Βγήκε
νειδητοποίησε ότι πρέπει να είχε παραμείνει εκεί, μέσα στο αμάξι, τρέχοντας από το καθιστικό κι
πολλές ώρες. Μέσα από τις αναδρομές του μυαλού της, μέσα από ανέβηκε την ξύλινη κουπαστή
το ταξίδι στις σκέψεις και στις αναμνήσεις της, άρχισε να διακρί- που οδηγούσε στο πάνω πά-
νει πράγματα. Διαπίστωσε πως η δυσφορία που ένοιωθε για την τωμα της μεζονέτας.
απουσία οδύνης για τον θάνατο, άρχισε σιγά-σιγά να αντικαθί- Μπήκε σαν σίφουνας στο
σταται από μία πραγματική οδύνη. Όχι της απώλειας. Άρχισε να δωμάτιο του γραφείου και
διακρίνει την οδύνη για το γεγονός ότι δεν μπορούσε να δώσει άρπαξε στα χέρια της την
συγχώρεση. Δεν μπορούσε να αποκαταστήσει μέσα της την σχέση ασημένια κορνίζα που απει-
της με την μητέρα της. Αυτό το έλλειμμα ήταν που την πονούσε. Δεν κόνιζε την μητέρα της. Βρι-
είχαν δώσει ποτέ την ευκαιρία να συμφιλιωθούν με την διαφορε- σκόταν πάνω στο σεκρετέρ,
τικότητά τους και να αποδεχθούν η μία την άλλη. Η Ρένα κατάλαβε ανάμεσα σε άλλες οικογε-
πως το γεγονός ότι ως κόρη ενδεχομένως είχε μικρότερο μερίδιο νειακές φωτογραφίες. Την
ευθύνης για αυτό απ’ ότι η μητέρα της, δεν την παρηγορούσε αυτή κοίταξε έντρομη, γουρλώνο-
τη στιγμή. Τα χρόνια που πέρασαν δεν τους έδωσαν ποτέ αυτή την ντας τα μάτια της.
ευκαιρία. Και τώρα είχε μείνει μόνη της. «Μαμά, άκουσες την εγγονή σου;
«Θα καταφέρω άραγε να το κάνω κάποια μέρα; Θα καταφέρω να πετύχω Λέει πως επιμένω να γίνονται όλα
56 την αποκατάσταση της σχέσης μας, έστω κι αν εκείνη δεν είναι πια εδώ; όπως θέλω εγώ! Μαμά, μ’ ακούς;
Πόσο ίδιες είμαστε τελικά, μαμά;
Και τότε, θα μπορέσω να πονέσω για την απουσία της; Θα μπορέσω να
πενθήσω για την μητέρα που έχασα;» Πόσο λίγο τα κατάφερα να μην
Της έλλειπε πολύ το συναίσθημα του πένθους. Κατάλαβε, πως αν σου μοιάσω; Πες μου! Μ’ ακούς;
το πένθος αυτή τη στιγμή ήταν παρόν στην ψυχή της, θα ήταν λι- Λέγε, μ’ ακούς; Απάντησέ μου,
γότερο οδυνηρό και λιγότερο δυσβάστακτο από το αίσθημα της μαμά!»
απουσίας του… Τράνταζε την ασημένια κορ-
Στο δρόμο της επιστροφής πάταγε δυνατά το γκάζι, προσπαθώ- νίζα με την ασπρόμαυρη
ντας να τρέξει όσο γρηγορότερα γίνεται. Η ώρα είχε περάσει τις φωτογραφία νευρικά με τις
τέσσερις, ο χειμωνιάτικος ουρανός ήταν ήδη έτοιμος να φορέσει άκρες των δακτύλων της.
τα χρώματα του σούρουπου. Ο Γιάννης και η μικρή θα είναι ήδη Λες και υπήρχε περίπτωση
σπίτι. «Ελπίζω πως θα έχει ετοιμάσει κάτι να φάνε, αν και άσχετος με να της απαντήσει. Δεν της
την κουζίνα. Αλλά σίγουρα δεν θα ‘χει σκεφτεί να μαζέψει τα απλωμένα απάντησε, βέβαια. Ωστόσο,
ρούχα και ο καιρός δείχνει έτοιμος για βροχή…» της φάνηκε πως τα χείλη του
Φτάνοντας σπίτι, τους βρήκε πράγματι και τους δύο στο καθιστικό. προσώπου που απεικονιζό-
Ήταν μαζί και η αδελφή του Γιάννη, η κουνιάδα της. Καθισμένοι ταν πάνω σ’ αυτό το ωχρό
και οι τρεις στο χαλί, γύρω από το χαμηλό τραπεζάκι, έπαιζαν ένα χαρτί, σχημάτισαν κάτι σαν
παιχνίδι με τουβλάκια, ενώ τα άδεια κουτιά από πίτσα πάνω στο ειρωνικό μειδίαμα…
τραπέζι, πρόδιδαν ότι είχε λυθεί το πρόβλημα του μεσημεριανού
φαγητού.
«Μίρκα δεν έπλυνες τα δόντια σου μετά το φαγητό, βλέπω το πηγουνάκι
σου λερωμένο από σάλτσα. Τι έχουμε πει; Και κάθεσαι και παίζεις με
λαδωμένα χέρια; Κι εσύ Γιάννη δεν μπορούσες να μαζέψεις τα ρούχα από
την απλώστρα; Όλα εγώ πρέπει να τα φροντίζω πια;»
«Αμάν πια βρε μαμά!» Διαμαρτυρήθηκε η μικρή Μίρκα.
«Μια ζωή επιμένεις να γίνονται όλα όπως τα θες εσύ;»