Page 24 - mag_32
P. 24
ΦυσΗΞΕ ο ΒαρΔαρΗσ...
Έχω ένα δώρο για σένα...
Η μικρή σοφίτα με το ξύλινο πάτωμα
και τη λοξή σκεπή, σκαρφαλωμένη στον 3ο όροφο της παλιάς οικοδομής, μία από
τις λίγες που είχαν απομείνει όρθιες μετά τον μεγάλο σεισμό, έλαμπε. Το χολ χρη-
σίμευε ως χώρος υποδοχής και καθιστικό, ολόγυρα ντυμένο με ράφια, πάνω στα
οποία ήταν αραδιασμένα, σε σφιχτή παράταξη, βιβλία όλων των μεγεθών. Στη
μέση, ένα τραπεζάκι εξαφανισμένο κάτω από κόκκινο καρό τραπεζομάντιλο, φιλο-
ξενούσε το χριστουγεννιάτικο έλατο, αραιά στολισμένο με γυάλινες μπάλες, αχυρέ-
νια άστρα και κεραμικά αγγελάκια. Έτριψε δυνατά το μέτωπό του, προσπαθώντας
να ησυχάσει και να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Ο αιφνίδιος επισκέπτης
είχε αναχωρήσει τόσο αθόρυβα και απρόσμενα όσο ήρθε. Το μοναδικό πράγμα,
το οποίο μαρτυρούσε την προηγούμενη παρουσία και τον έπειθε πως δεν είχε
ονειρευτεί όσα συνέβησαν, ήταν μια μικρή πρασινογάλαζη σφαίρα με τις πέντε
24 ηπείρους και τους έξι ωκεανούς που φεγγοβολούσε μέσα στο χέρι του. Κοίταξε
το ρολόι στον τοίχο, οι δύο δείκτες ο ένας πάνω στον άλλο, σταματημένοι στο 12.
Πως ήταν δυνατόν; Όταν άκουσε το τρίξιμο στη σκάλα, σαν ήχο βημάτων, είχε ρίξει
μια αφηρημένη ματιά στο ρολόι και η ώρα ήταν 12 παρά 10. Ήταν σίγουρος πως
η μορφή με το διάφανο σχεδόν δέρμα και τον άσπρο χιτώνα, είχε μείνει πολύ πε-
ρισσότερο από δέκα λεπτά. Ακούμπησε το δάχτυλο στη σφαίρα, όπως τον είχε δει
να κάνει προηγουμένως. Τίποτα δε συνέβη. Εκείνος την άγγιζε και κάθε σημείο
της, άνοιγε ένα παράθυρο στον κόσμο. Το χολ με τα βιβλία εξαφανίζεται και οι
δυο τους βρίσκονται σ’ ένα ακυβέρνητο σαπιοκάραβο που στροβιλίζεται σε μια
μαύρη χοάνη αλμυρού νερού. Σε λίγο θα το καταπιεί. Μέσα, στοιβαγμένοι άνθρω-
ποι κάθε ηλικίας, κλαίνε και προσεύχονται, αλλά οι φωνές τους πνίγονται μέσα στο
αγριεμένο μούγκρισμα των κυμάτων. Λαχανιάζει από τρόμο και ανημπόρια. Άλλο
άγγιγμα, καινούριο παράθυρο. Εκτυφλωτικός ήλιος πάνω σε άσπρη άμμο. Ανοιγο-
κλείνει τα μάτια να συνηθίσει το φως. Μπροστά τους ένα χωριό με πλίνθινες κα-
λύβες. Οχτάχρονα κοριτσάκια, με μαύρο δέρμα κουλουριασμένα το ένα πάνω στο
άλλο, με ματωμένα ρούχα παρακολουθούν, μέσα σε αναφιλητά, την ξεδοντιάρα
γριά με το ακονισμένο ξυράφι να τραγουδάει εκστασιασμένη, πραγματοποιώντας
την αποτρόπαιη τελετή. Νέο άγγιγμα. Το κουφάρι μιας πόλης, τσιμεντένια κτίρια
γεμάτα τρύπες, φωτιές εδώ κι εκεί, ο εκκωφαντικός ήχος από ελικόπτερα, που