Page 56 - mag_37
P. 56
ΜΙΚΡΕσ ΙσΤΟΡΙΕσ
Μονάχος έμεινε στο πα- ναι. Σταματά να βάλει μιαν και τζάμια σκονισμένα…
λιό το σπίτι. Σώθηκε το ανάσα στα γέρικα στή- Δυο πιάτα, το κιουπί κι η
λάδι απ’ τση κυράς του θη απ’ το βραδινό αγέρα παρασύρα*. Μια κορνίζα
το καντήλι καιρό τώρα… που ‘ρχεται απ’ το βουνό. παλιά στον καπνισμένο
Σχεδόν μονάχος και στο Μυρίζει τ’ αγιόκλημα και τοίχο. Και μέσα, η μορφή
χωριό. Tα νιάτα κατεβή- το βασιλικό, το βάλσαμο του νοικοκύρη να φυλά το
καν στην πόλη τη ζωντανή και το φασκόμηλο. Και τη παλιό το βιός. Ένα τρύπιο
κι αφήσαν το χωριό να δροσεράδα απ’ το νερό καλάθι γιομάτο θύμησες*
πεθάνει. Μα κείνος έμει- το κρούσταλο που τρέχει που πέφτουν μια μια στο
νε. Τα άσπρα του μαλλιά ακόμα στο ρυάκι. Ακούει. ξύλινο πάτωμα. Τρίζει το
δε βάσταγε να τ’ ακου- Γιομίζουν τ’ αυτιά του απ’ πάτωμα το παλιό γιατί το
μπά σε μπογιά τα μεση- την παλιά σιωπή, τη ζω- βαραίνουν οι θύμησες και
μέρια που λαγοκοιμόταν, ντανή. Φωνές παιδιών και πρέπει αλαφρά να το πα-
μα σ’ ασβέστη. Είναι λέει χάχανα και τρεχαλητά, μια τάς. Η στέγη χάσκει από
αλλιώτικος ο ήλιος κάτω μπάλα στον τοίχο και πο- πάνω, για να ξαναμπεί ο
απ’ την κρεβατίνα, μέσα τήρια να τσουγκρούν με ήλιος κι απόψε, να κρυ-
απ’ τα κληματόφυλλα. Ο ρακή. Και λύρα και λαγού- φτεί στα παλιά ντουλάπια
56 μπάρμπα Γιάννης έκανε το και κοντυλιές. Χτυπά ως τ’ άλλο πρωί. Και να
την τίμια συμφωνία με το μπαστούνι στην πλάκα πεταχτεί απ’ την καμινά-
τη μοναξιά στα γεραθιά ν’ ακούσει τον αντίλαλο. δα το φεγγάρι ίσα, ψηλά
του, όπως είχε ορμηνέ- Και χτύπο το χτύπο πετά- στον ουρανό. Με μήτε κι
ψει ο σοφός που χώρε- γονται στον αέρα οι ήχοι ένα ψεγάδι καπνιάς να το
σε, λέει, 100 χρόνια από κι οι μυρουδιές απ’ το χω- χει αγγίξει, μόνο φωτεινό
δαύτη στο βιβλίο. Του το ριό το ζωντανό, που ‘χουν κι αστραφτερό να κρεμα-
‘χε αφήσει ο τουρίστας με θαφτεί κάτω απ’ την πλά- στεί απ’ το σύννεφο.
τα σαντάλια και το ψάθι- κα. Πλαταγίζει τα χείλια Μπαίνει στον παλιό τον
νο καπέλο, μα κείνος δεν κι ανοίγει τα ρουθούνια καφενέ. «Πιάσε μωρέ
εγάτεχε* πολλά γράμμα- να θυμηθεί τη γεύση και Μανωλιό ένα καραφά-
τα. Κι απόμεινε το βιβλίο τη μυρουδιά απ’ το ψωμί κι!». Μα μόνο τ’ άδειο
όρθιο να κιτρινίζει πάνω το ζυμωτό, τ’ αφριστό το καραφάκι στο τραπέζι κι
στο τρύπιο σεμεδάκι με τα γάλα και το λαγό με τα ο Μανωλιός πουθενά.
κεντημένα κρίνα. κρομμύδια. Και το ζουμί Βγαίνει απ’ τον καφενέ κι
Πατά αργά με το παλιό απ’ το σταφύλι που ‘κοβε αναστενάζει. Πάει κατά
παπούτσι τσι γυαλιστερές σαν ήταν κοπέλι κι έτρωγε το σχολειό. Μια κιμωλία
πέτρες. Μα όχι τα χορτά- να ξεδιψάσει. έχει ακόμα ο παλιός ο
ρια που ‘χουν φυτρώσει Απ’ τη μια κι απ’ την άλλη, μαυροπίνακας. Και κάθε
στσι τρύπες. Ζωή λέει που τα σπίτια τα παλιά. Ξα- που μπαίνει στο σχολειό
βγαίνει μέσα απ’ την πέτρα πλωμένα το ‘να δίπλα στ’ την πιάνει στη χούφτα και
δεν την πατάς. Αμαρτία εί- άλλο. Πέτρες και ξύλα γράφει τ’ όνομά του απά-