Page 48 - mag_46
P. 48

ΜIKΡΕσ ΙσΤΟΡΙΕσ                                  Ο Δράκος
                                                                            «ΕγώΤρώωΕσύΞεχνάς»









               νιώ για τα παιδιά και τα εγγόνια της, κυρίως για τα εγγόνια της που τα
               αγαπούσε πολύ, όπως όλες οι γιαγιάδες άλλωστε αγαπούν τα εγγόνια τους.

               Τώρα πια η γιαγιά Αγγελική δεν έκανε δουλειές, ήταν καθισμένη σε μια
               πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρο και δεν αναγνώριζε τη φιλενάδα της τη
               Κιτρινιώ, ούτε μιλούσε για τα εγγόνια της, μα επαναλάμβανε συνέχεια τις

               ίδιες ακατανόητες λέξεις. Είχε ξεχάσει σχεδόν όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι,
               είχε ξεχάσει να περπατάει, να πλένεται, να φοράει τα ρούχα της, να κρατάει

               το κουτάλι, είχε ξεχάσει, τα πρόσωπα, τις λέξεις, τα γεγονότα, τους αριθ-
               μούς, τα χρώματα, τους ήχους, τις μυρωδιές…
               Πέταξε λοιπόν στο βουνό η Κιτρινιώ να πάρει λίγο αέρα να της φύγει η

               στεναχώρια και έκατσε σε ένα σκίνο να ξεκουραστεί. Τότε είδε το λαγό τον
               Ασπροαυτάκη να έρχεται λαχανιασμένος από το δάσος.
               «Φύγε φύγε Κιτρινιώ μη σε φάει το θεριό» της είπε τρέμοντας από το φόβο

               του.
               «Τι έπαθες Ασπροαυτάκη γιατί τρέμεις έτσι; Για ποιο θεριό μου λες;»
               «Πί… πί… πίσω από το δάσος Κιτρινιώ, στη μεγάλη σπηλιά, είναι ένας
   48          δράκος χοντρός και φοβερός, μου έδειξε τα κοφτερά του δόντια και μου είπε

               πως τον λένε ΕγώΤρώωΕσύΞεχνάς!»

               «Αχά! Και τι άλλο σου είπε Ασπροαυτάκη;»
               «Μα τι λες Κιτρινιώ; Μαυρίσανε τα αυτιά μου από το φόβο, κουβέντα θα
               του έπιανα;»

               «Νομίζω πως βρήκαμε τη μισή λύση στο μυστήριο» μουρμούρισε η Κιτρινιώ
               κουνώντας πέρα-δώθε νευρικά τη κίτρινη ουρά της.

               «Ποιο μυστήριο;» ρώτησε ο Ασπροαυτάκης που τα άσπρα του αυτιά έτρεμαν
               ακόμα από το φόβο.
               «Δεν ξέρεις πως οι γιαγιάδες και οι παππούδες εδώ και καιρό έχουν αρχίσει

               να ξεχνάνε;»
               «Ναι κάτι έχω ακούσει, μάλιστα μια μέρα που συνάντησα στο ποτάμι το
               παππού Γερασιμάκη, μου έλεγε «ξουτ-ξουτ, φύγε γάτα» είχε ξεχάσει πως

               είμαι λαγός, αλλά τι σχέση έχει ο δράκος;» είπε ο λαγός και έξυσε τα
               άσπρα αυτιά του.
               «Σου είπε πως τον λένε ΕγώΤρώωΕσύΞεχνάς έτσι δεν μου είπες;»

               «Ναι και λοιπόν;»
               «Τι λοιπόν παιδάκι μου; Τα λέει όλα το όνομα του, μπαίνει στο μυαλό των

               ανθρώπων τρώει τις λέξεις, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τις εικόνες, τα τρώει
               όλα και αυτοί ξεχνάνε!»
               «Οοοο και τώρα;» είπε ο λαγός.
   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53