Page 47 - mag_46
P. 47
και η Νεραϊδοπριγκίπισσα της Τζίνας Μιτάκη
«Η ΚαρδιάΔενΞεχνά»
«Ω! Μην είστε ανόητες! Ασχολείστε με τα ασήμαντα και γυαλιστερά και τα
σημαντικά ούτε που τα βλέπετε» είπε η σουσουράδα εκνευρισμένη.
«Ε! Αφού εσύ ασχολείσαι με τα σημαντικά να πας να πεις στη φιλενάδα
σου τη χήνα, να μαζέψει τα παιδιά της που βολτάρουν αμέριμνα δίπλα στο
ποτάμι, γιατί, θα της τα αρπάξει κανένα γεράκι» της είπε θυμωμένη μια
από τις καρακάξες.
Η σουσουράδα δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το σύννεφο - δράκο
και πέταξε στο βουνό, πίσω από το δάσος, μήπως ανακαλύψει κάτι, μα το
σύννεφο όπως είχε εμφανιστεί έτσι είχε χαθεί.
Οι μέρες πέρναγαν στη μικρή όμορφη πολιτεία, η σουσουράδα Κιτρινιώ ξέ-
χασε το σύννεφο - δράκο και η ζωή κυλούσε με τις μικροχαρές της και τις
μικρολύπες της.
Ένα πρωί όμως όλη η πολιτεία αναστατώθηκε, ο κυρ-Ζαχάρης ο ζαχαρο-
πλάστης, αντί για ζάχαρη είχε βάλει στα γλυκά του αλάτι, ο μπάρμπα–
Θεοδόσης ο καφετζής δεν θυμόταν το όνομα του, η γιαγιά Ευτέρπη ξέχασε
πως πλέκουνε σκουφάκια, η γιαγιά Αγγελική πως φτιάχνουν κεφτεδάκια
και σε τι χρησιμεύει το κουτάλι και ο παππούς Αναστάσης τσακώθηκε με το 47
βοηθό του καφετζή όταν, του σέρβιρε το λουκουμάκι του, που πάντα ήθελε
με τον καφέ του, γιατί, επέμενε ο παππούς Αναστάσης, πως, ποτέ στη ζωή
του δεν είχε φάει λουκούμια.
Στην αρχή όλα τούτα φάνηκαν λίγο αστεία σε πολλούς, μα όταν οι παππού-
δες και οι γιαγιάδες άρχισαν να ξεχνάνε όλο και περισσότερα, ακόμα και τα
παιδιά και τα εγγόνια τους, ανησύχησαν όλοι.
Κάλεσαν τη γιατρό και εκείνη εξέτασε όλους όσοι είχαν αρχίσει να ξεχνάνε,
εξέτασε το λαιμό τους, τα αυτιά τους, τους ακροάστηκε, τους ζούληξε στη
κοιλιά, τους έβαλε θερμόμετρο αλλά δεν βρήκε τίποτα και έδωσε οδηγίες
να ξεκουραστούν, να τρώνε δυναμωτικές σούπες, να πίνουν πορτοκαλάδες
και καμία ασπιρίνη. Η κατάσταση όμως μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Έτσι
η γιατρός χώθηκε μερόνυχτα στα ιατρικά βιβλία της και έκανε συμβούλιο
με τον φαρμακοποιό που χώθηκε και αυτός στα βιβλία του και άρχισε να
ψάχνει τι συμβαίνει και μετά να φτιάχνει διάφορα γιατρικά στο γυάλινο
γουδάκι του.
Η σουσουράδα Κιτρινιώ ήταν πολύ μελαγχολική. Χρόνια τώρα, κάθε πρωί
πέρναγε από το σπίτι της γιαγιάς Αγγελικής, λέγανε η μια στην άλλη κα-
λημέρα και η σουσουράδα με τη κίτρινη ουρά τη συντρόφευε μασουλώντας
σποράκια στο περβάζι του παραθυριού όσο η γιαγιά Αγγελική έκανε τις
δουλειές της. Συνήθως η γιαγιά Αγγελική μίλαγε στην σουσουράδα Κιτρι-