Page 41 - mag_48
P. 41

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
                                                                                   της Κατερίνας Επιτροπάκη










               Ήταν  κι ο  Μάκης,  κρεμασμένος  από                  θετη πλευρά της αίθουσας, στο πίσω
               πάνω μου κι όπως με κρατούσε αγκαζέ                   μέρος σε μια γωνιά. Επιδιώξαμε να

               είχε αφήσει όλο το βάρος του κορμιού                  καθίσουμε εκτός των προσδιορισμέ-
               του να το στηρίζω εγώ. Δεν μπορούσα                   νων «ορίων». Πρέπει μάλλον να είχαμε
               όμως να του πω τίποτα. Ήξερα, πως αν                  μπερδευτεί με τους επισκέπτες μιας άλ-
               τραβούσα το μπράτσο μου, ήταν πιθα-                   λης κηδείας, που η προσφορά καφέδων
               νό να σωριαστεί στο χώμα. Προσπάθη-                   γινόταν ταυτόχρονα.  Εκεί νιώθαμε πιο

               σα απλά να αντέξω τις σουβλιές πόνου,                 ασφαλείς. Μπορούσαμε, ο Μάκης κι
               επιβραδύνοντας περισσότερο το βαρύ                    εγώ, να μείνουμε μακριά από τους υπό-
               μου βήμα. Ο Μάκης έτσι κι αλλιώς ακο-                 λοιπους, τους συγγενείς «εξ αίματος».

               λουθούσε  το  τέμπο  μου.  Μάλλον  κι-                Προσωπικά δεν γνώριζα κανέναν. Και
               νούταν σαν ρομπότ. Ηταν υποχρεωμέ-                    μάλλον δεν επιθυμούσα να τους μάθω.
               νος να μην καταρρεύσει. Δεν επέτρεψε                  Ωστόσο ο Μάκης, άρχισε με την συρτή,
               στον εαυτό του τίποτα περισσότερο απ’                 λίγο τραγουδιστή φωνή του, ψιθυρι-
               την λίγη υγρασία στα μάτια, ενώ κάθε                  στά:

               φορά που πύκνωνε στην κόγχη του μα-                   «Η ψηλή στη γωνία με τα γυαλιά είναι
               τιού του και απειλούσε να εξελιχθεί σε                η αδελφή του η μεγάλη, η Αναστασία.
               κλάμα, κατέβαζε στα μάτια του τα μαύ-                 Αυτός δίπλα της είναι ο άντρας της.                        41

               ρα του γυαλιά.                                        Η κόρη της η Μάρω είναι η κοπέλα με
               Οι ομιλίες των γύρω μας, έτσι όπως                    τις κόκκινες ανταύγειες στο πίσω τρα-
               προχωρούσαν δυο-δυο, τρεις-τρεις,                     πέζι. Εκείνοι αριστερά πρέπει να είναι
               ακουγόταν στ’ αυτιά μας σαν ένας ενιαί-               τα πρώτα του ξαδέλφια με τις γυναίκες
               ος απροσδιόριστος θόρυβος, από τον                    τους. Η αδελφή του η μικρή είναι εκεί-

               οποίο  δεν  ξεχώριζαν  οι  λέξεις,  παρά              νη που μιλάει στην πόρτα με την ίσια
               μόνο μακρόσυρτοι άτακτοι φθόγγοι…                     φούστα.  Τα  σκασμένα    που  κάνουν
               Στα  τελευταία  μέτρα,  επιβραδύνα-                   φασαρία πρέπει να είναι τα παιδιά της,

               με ακόμα περισσότερο το βήμα μας ο                    τα δίδυμα. Δεν βλέπω τον ανηψιό του
               Μάκης κι εγώ. Επιδιώξαμε –χωρίς να                    τον Παναγή πουθενά. Α! νάτος, τώρα
               έχουμε  προσυνεννοηθεί  μεταξύ  μας–                  μπήκε μέσα. Ο Βαγγέλης του είχε τόση
               να μπούμε στην αίθουσα από τους τε-                   αδυναμία. Αλλά ούτε κι αυτός ήθελε
               λευταίους. Όπως είχαμε φανταστεί, τα                  σχέσεις μαζί του»….

               πρώτα μακρόστενα τραπέζια ήταν ήδη                    Σ’ αυτό το σημείο η φωνή του Μάκη
               συμπληρωμένα.                                         έσπασε. Μάλλον δεν άντεχε άλλο, έτσι
               «Για Βαγγέλη Σωτηρόπουλο, δεξιά πα-                   κι αλλιώς. Άφησε επιτέλους τα δάκρυά

               ρακαλώ!» Διευκρίνιζε κάποιος με μου-                  του να κυλούν ανεξέλεγκτα στις μαγου-
               στάκι, σκούρο κοστούμι και αδιάφορη                   λογραμμές. Παρότι επέμενε να φορά
               φάτσα , με φωνή που μου θύμιζε τους                   τα μαύρα του γυαλιά, δεν βοηθούσαν
               παλιούς εισπράκτορες στα τρόλεϋ.                      και πολύ την κατάσταση. Καθόμουν δί-
               Κατευθυνθήκαμε ωστόσο στην αντί-                      πλα του, δακρύζοντας κι εγώ σιωπηλά.
   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46