Page 64 - mag_52
P. 64
ΜiKΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ
To μαγκάλι
τελευταία έπαιζε το ρόλο του κομοδίνου του. του κρεβατιού, έκλεισε καλά την πόρτα της
Έβγαλε κάμποσα φύλλα χαρτί και ένα στυλό. κρεβατοκάμαρας, έβγαλε το σακάκι του και
Έπειτα, τράβηξε την μία απ’τις δύο καρέκλες ξάπλωσε στη μεριά που κοιμόταν πάντα.
που είχε και κάθισε στο τραπέζι. Γέμισε Κοίταζε ευθεία. Ήξερε ότι εκεί βρισκόταν
μέχρι τη μέση το ποτήρι και αμέσως το το ταβάνι, παρόλο που δεν το διέκρινε,
άδειασε μέσα του. Ένιωσε το αναμενόμενο αφού το σκοτάδι πρωταγωνιστούσε ακόμα.
ευχάριστο κάψιμο. Αφού το επανέλαβε Σταμάτησε να κρυώνει μετά από λίγα λεπτά.
άλλη μία, άρχισε να γράφει. Έγραφε και Το μαγκάλι άρχισε να δείχνει τα δόντια του
έσβηνε για κανένα μισάωρο. Σε κάποια στην παγωμάρα του δωματίου. Άρχισε να
στιγμή έγραφε με μεγάλη μανία λες και σκέφτεται ευχάριστες στιγμές. Απ’ όταν
απορροφιόταν κι αυτός στο χαρτί μαζί με το ήταν παιδί, απ’ τον γάμο του, απ’τη μέρα
μελάνι. Τα μάτια του θόλωσαν και σταγόνες που γεννήθηκε ο γιος του, από τον γάμο
δακρύων έπεφταν στο χαρτί. Ακόμα του γιου του, απ’ την γέννηση της εγγονής
καλύτερα, σκέφτηκε. Όλη αυτή η τυπωμένη του. Άναρχες στιγμές. Τώρα το ταβάνι είχε
αρμύρα, έδινε γεύση στις αρχικά άνοστες πλημμυρίσει από ανακατεμένα στιγμιότυπα
λέξεις του. Τις ζωντάνευε. Ήξερε πώς αυτό της ζωής του. Σιγά σιγά, τα μάτια του άρχισαν
ήταν το χαρτί που θα κρατούσε τελικά. Αν να βαραίνουν. Το μαγκάλι άρχισε να τον
το έσκιζε θα ήταν σαν να σκότωνε τις λέξεις ναρκώνει.
64 του. Δεν έκανε ούτε μία μουτζούρα. Περίπου τέσσερις μέρες μετά, γύρω στο
Όταν το τελείωσε, το δίπλωσε προσεκτικά, μεσημεράκι, έξω απ’το σπίτι του, ένα
σήκωσε το άδειο δοχείο και το έβαλε από γνώριμο αυτοκίνητο μόλις είχε σταθμεύσει.
κάτω. Σηκώθηκε από την καρέκλα, χάιδεψε Ο εμφανώς αναστατωμένος οδηγός τράβηξε
ξανά το δοχείο με το περιεχόμενο, φόρεσε το απότομα το χειρόφρενο και έσβησε τη
πρόχειρο σακάκι που είχε για τις γεωργικές μηχανή. Πετάχτηκε έξω απ΄το αυτοκίνητο
δουλειές και πήγε στο αποθηκάκι της και χωρίς να το κλειδώσει πήγε με γρήγορο
αυλής. Ήθελε μία δύο ώρες ακόμα για να βήμα προς την εξώπορτα του σπιτιού.
ξημερώσει άλλη μία χειμωνιάτικη μέρα στο Χτύπησε αγχωμένος αρκετές φορές
εδώ και χρόνια αραιοκατοικημένο χωριό. φωνάζοντας να του ανοίξει ο οικοδεσπότης.
Γύρισε μετά από λίγο, κρατώντας το μαγκάλι. Έτσι λουσμένος που ήταν από την ταραχή,
Είχε καιρό να το χρησιμοποιήσει. Πήρε έβγαλε από τη δεξιά μπροστινή τσέπη του
κάρβουνα απ’ τη θράκα που είχε φτιάξει μπουφάν του, το δικό του κλειδί. Ήταν
απ’ το τζάκι και το γέμισε. Ήπιε άλλη μία ξεκλείδωτα. Άνοιξε την πόρτα η οποία έτριζε
γεναιόδωρη γουλιά ουίσκι απ’ το μπουκάλι, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο χρόνια τώρα, και
και μετέφερε το μαγκάλι στο υπνοδωμάτιο μπήκε δειλά δειλά με την καρδιά του να δίνει
με το διπλό κρεβάτι. Είχε να μπει εκεί ρεσιτάλ χοροπηδήματος. Είδε το αναμένο
πέντε μήνες περίπου. Του φαινόταν πολυ πορτατίφ στο τραπέζι δίπλα στα δύο δοχεία
ξένο. Επικρατούσε παγωμάρα. Σαν να μην και στο μπουκάλι με το ουίσκι, το οποίο
είχε ξαναμπεί ποτέ πριν. Το παράθυρο συνοδευόταν απ’το χαμηλό ποτήρι. Στο μικρό
ήταν ερμητικά κλειστό και η μυρωδιά κουζινάκι που είχε στη γωνία του δωματίου,
της κλεισούρας ήταν στην αρχή αρκετά υπήρχε μόνο μία παρατημένη κατσαρόλα
ενοχλητική. Ακούμπησε το μαγκάλι στο πλάι και δίπλα της ένα μισογεμάτο πιάτο με