Page 63 - mag_52
P. 63
του Σπύρου Διαμάντη
Ξύπνησε, επειδή είχε στεγνώσει το
στόμα του. Έμεινε για λίγο καθιστός
στο γωνιακό ράτζο του σκοτεινού
δωματίου. Είχε καρφωμένο το βλέμμα
του στα υπολείμματα ενός όμορφου
επαναλαμβανόμενου ονείρου που
μόλις είχε ρίξει την αυλαία του άλλη
μια φορά.
Όταν η εικόνα που είχε ξεμείνει στο
Είχε καρφωμένο μυαλό του άρχισε να καλύπτεται
σύντομα απ’τα λιγοστά έπιπλα που
το βλέμμα του άρχισαν να αχνοφαίνονται, λόγω της
στα υπολείμματα μεγάλης ευχέριας που είχαν τα μάτια
του στο σκοτάδι, σηκώθηκε σέρνοντας
ενός όμορφου τα πόδια του. Άνοιξε το ψυγείο και
έβγαλε το παγωμένο μπουκάλι με το
επαναλαμβανόμενου νερό. Άρχισε να πίνει με πάθος και το
άδειασε όλο χωρίς διακοπή, παρά τις
ονείρου σουβλιές που ένιωθε στο λαιμό του.Το 63
που μόλις είχε ρίξει σκούπισε με προσοχή, το σαπούνισε
δύο φορές, το γέμισε μέχρι πάνω,το
την αυλαία του σκούπισε καλά να μη στάζει και το έβαλε
ξανά στην συνηθισμένη θέση του μέσα
άλλη μια φορά. στο ψυγείο. Ήταν χρόνια συνήθεια που
του θύμιζε μια γλυκόπικρη καθημερινή
γκρίνια. Έπειτα άναψε ένα μικρό
πορτατίφ που είχε πάνω στο τραπέζι
του δωματίου και προχώρησε μέχρι το
τζάκι. Άναψε φωτιά και έβαλε δύο τρία
ξύλα. Έπιασε το μικρό δοχείο που ήταν
τοποθετημένο στο πάσο πάνω απ’το
τζάκι, το χάιδεψε και το ακούμπησε στο
τραπέζι. Έβγαλε κι άλλο ένα ίδιο, αλλά
άδειο και το ακούμπησε δίπλα σε αυτό
με το περιεχόμενο. Άνοιξε το ντουλάπι
που ήταν πάνω απ’το νεροχύτη, έβγαλε
ένα ποτήρι απ’ τα χαμηλά, και πήρε το
μπουκάλι με το αγαπημένο του ουίσκι.
Πάντα φρόντιζε να μην ξεμένει από
αυτό. Αμέσως μετά άνοιξε το δεύτερο
συρτάρι από ένα χαμηλό έπιπλο, που