Page 51 - mag_54
P. 51
του Σπύρου Διαμάντη
Πάλι εδώ λοιπόν. Εγώ και αυτή. να του δώσω ένα χαρτομάντηλο για
Ενώπιος ενωπίω. Χρόνια ολόκληρα τα δάκρυά του, να μάθω γιατί κλαίει,
κάνω πως δεν τη βλέπω. Την τρέμω. πρέπει να την περάσω. Είναι σαν
Την τελευταία φορά μου μίλησε να με περιμένει και εγώ δεν κάνω
επικίνδυνα ειρωνικά. «Πέρασέ με τίποτα. Κάθομαι τάχα μου σκεπτικός
ρε ψόφιε. Αλλά τι λέω; Εσύ ούτε να και μιζεριάζω. Κάποτε ένας γέρος
με πατήσεις μπορείς.» Προδώθηκα. με συμβούλεψε πως η μιζέρια είναι
Βρωμάω φόβο από μακριά. Αλλά το κατακάθι της απαισιοδοξίας. Τον
ξέρεις, απ’ αυτόν που δύσκολα φεύγει, χαρακτήρισα τρελό, χλευάζοντάς τον.
που έχει ποτίσει μέσα σου. Όπως αυτή Έφυγε γελώντας. Επειδή ήξερε. Και
η μπαγιάτικη τσιγαρίλα που πάντα γω συνέχιζα έτσι. Στάσιμος. Ανίκανος.
θυμίζει τα τσιγάρα που δεν ήθελες να Δεμένος με σκοινιά. Θα μου πεις
κάνεις. Ποιός είναι ο εχθρός μου, θα τώρα γιατί στα λέω; Γιατί εσύ με
ρωτήσεις. Είναι μια γαμημένη άσπρη έσπρωχνες. Θυμάσαι; Και περνούσα
γραμμή. Και για να πάω εκεί απέναντι τις προηγούμενες άσπρες γραμμές
στο ξύλινο παγκάκι του όμορφου με γκάζι πατημένο. Και τα σκοινιά; Χα, 51
πάρκου, που πάνω του κάθεται ένα τα σκοινιά, μου φαίνονταν κλωστές.
δυστυχισμένο δεκάχρονο παιδάκι, Στο τέλος όμως πάντα το χαλούσα...
έστω να του πω μια ωραία ιστορία, Εσύ μου μιλούσες για το ξημέρωμα
μιας μέρας. Ότι είναι σημαντικό. Εγώ
σου μιλούσα για το ξενέρωμά της.
Κάποτε ένας γέρος Και τη συμβουλή σου πάλι; Αχ αυτή
με συμβούλεψε τη συμβουλή σου. Δε στο κρύβω.
πως η μιζέρια είναι Αυτή τη βάφτισα γκρίνια, έτσι απλά,
ένα απόγευμα, πίνοντας το κατακάθι
το κατακάθι απ’τον πικρό πάντα ελληνικό καφέ
της απαισιοδοξίας. μου, αφού ρούφηξα την τελευταία
τζούρα απ’το τελευταίο μου τσιγάρο.
Τον χαρακτήρισα τρελό, Τότε ήταν που το ‘κοψα. Μαχαίρι.
χλευάζοντάς τον. Μη ρωτήσεις γιατί. Ούτε εγώ ξέρω.
Μάλλον για να ‘χω περισσότερο χρόνο
Έφυγε γελώντας. να σκέφτομαι. Να σκέφτομαι και να
Επειδή ήξερε. μοιρολατρώ. Ξέρεις τι άλλο έκοψα;
Το ψεύτικο χαμόγελο. Ναι αυτό που
πάντα μισούσες. Ξέρεις γιατί; Γιατί και