Page 51 - mag_55
P. 51
του Σπύρου Διαμάντη
Κάθε φορά με τρόμαζε. Ειδικά όταν Την πρώτη φορά που το πέτυχα
ήμουν μικρός. Θυμάμαι κάθε φορά ανοιχτό, το αισθάνθηκα το ρίγος
που έκανα την αναγκαία επίσκεψή να με διαπερνά ολόκληρο. Δεν
μου στην τουαλέτα του πατρικού μπόρεσα να το παίξω αδιάφορος
μου, κοιτούσα δειλά θα έλεγα, προς εκείνη τη φορά. Ένιωσα σαν να
το μέρος του. Έκανα τον αδιάφορο. με κατάλαβε που φοβόμουν. Ήταν
Έτσι δεν κάνουμε πάντα όταν λες και είχα πλημμυρίσει με όλη
φοβόμαστε κάτι; Ήταν συνήθως αυτη την μελαγχολία που ήταν
κλειστό με το συνηθισμένο μουντό παγιδευμένη τόσο καιρό. Πέρασαν
τζάμι. Λες και αν άνοιγε θα ξεχυνόταν πέντε αργά λεπτά μέχρι να κάνω το
σαν χείμαρος μια συσσωρευμένη πρώτο μου βήμα προς το ανοιχτό
μελαγχολία. πλέον παράθυρο. Η μουντίλα
υπήρχε ακόμα. Γυμνή τώρα, αλλά
υπήρχε. Περπάτησα αποφασιστικά
Είμαι ίσως, απ’ αυτούς κι ανέβηκα στο καλαθάκι που είχαμε 51
για τα άπλυτα. Έβγαλα δειλά το
που θεωρούν, κεφάλι μου κοιτώντας πρώτα προς τα
πως η πορεία από πάνω. Είδα ένα φωτεινό τετράγωνο
το σκοτάδι στο φως που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο
του στενόμακρου αυτού σωλήνα
διαρκεί περίπου από μπετό. Ήταν η επαφή του με
εννέα μήνες, ενώ τον ήλιο. Το φως αποδυναμονόταν
καθώς κατέβαινε προς τα μένα
απ’το φως στο σκοτάδι και έχανε δύναμη καθως συνέχιζε
μια ζωή ολόκληρη. πιο κάτω από το επίπεδό μου, με
αποτέλεσμα να χαθεί κι αυτό μαζί με
Πάλι σκοταδιστής έγινα. την ορατότητά μου. Δεν μπορούσα
Αυτό συμβαίνει να δω που κατέληγε. Το σκοτάδι
ήταν πρωταγωνιστής. Ήμασταν και
συνήθως όταν κερνάω στον πέμπτο όροφο της οκταώροφης
και δεύτερο γύρο πολυκατοικίας. Ήταν λες και το
παράθυρό βρισκόταν στη μέση ενός
τη σκέψη μου. πηγαδιού χωρίς πάτο. Με έπιασε ένας
πανικός με το τί μπορεί να βρίσκεται
εκεί κάτω και έκανα ένα γρήγορο