Page 68 - mag_57
P. 68

ΜiKρεσ ΙσΤορΙεσ

                          Τα λουριά

                         της Άνοιξης





               λίγο και λιγάκι στεκόταν σ’ ένα δέντρο,                 νια.
               θάμνο, τηλεγραφόξυλο, κολώνα της                        Μερικοί νομίζουν ότι τα ζώα υπάρχουν

               ΔΕΗ, σήκωνε το πίσω πόδι και σοβαρός                    για να τα τρώμε, να τα γδέρνουμε κι
               σοβαρός αμόλαγε πιτσιλιστά μια σταλιά                   άλλα για να τα χαϊδεύουμε και να δεί-

               κάτουρο, υπογραφή και πρόσκληση.                        χνουμε πόσο τα αγαπάμε.
               Πού το ’βρισκε τόσο κάτουρο; Και μετά                   Ή για να μας κάνουν μέλι, να τρώμε

               το πιτσίλισμα, ξανά αμολυόταν κι εγώ                    και να γλυκαινόμαστε εμείς κι όχι για
               να τον φωνάζω θυμωμένος που μ’ έκανε                    να ταΐζουν τα μελισσόπουλά τους.

               πάλι να τον λυπηθώ και τον έλυσα εκεί-                  Είχε  και  μπόλικη  αγριοβρώμη  στα
               νον τον αναξιόπιστο, τον μπερμπάντη,                    άχτιστα οικόπεδα που έτρεχε λυτός και

               τον καρδιοκατακτητή και αξιαγάπητο                      άλουρος ο σχεδόν αίλουρος Τζακ, που
               Τζάκ, που τόσο τον αγαπούσα και τόσο                    τη μαζεύαμε με τη χούφτα, θερίζοντάς

               με παίδευε.                                             την από τον λεπτό της μίσχο και την
               Που μ’ έκανε να τρέχω ξοπίσω του με                     πετάγαμε να κολλήσει πειραχτικά στο

               το λουρί στο χέρι ―σύμβολο εξουσί-                      ρούχο του άλλου, αγόρια και κορίτσια
   68          ας, λύειν και δεσμείν― λαχανιασμένος,                   με πειράγματα, στον προθάλαμο του

               καταϊδρωμένος και χαρούμενος γιατί                      φιλιού, του χαδιού, της ένωσης που
               είχε μαργαρίτες γύρω μου, χωράφια με                    θα ερχόταν, και πόσο τη λαχταρούσα

               χρυσές μαργαρίτες, σμαραγδένιο χορτά-                   εκείνη την ένωση, δίχως ακόμα να το
               ρι, βιολετιά γαϊδουράγκαθα, οξύθυμες                    ξέρω.

               τσουκνίδες,  ανακουφιστικές  μολόχες,                   Αυτοκίνητα  δεν  είχε  ούτε  άσφαλτο,
               φλεγόμενες παπαρούνες, ηδύοσμα χα-                      στους  χωματόδρομους περπατάγαμε

               μομήλια και τώρα, τόσο μακριά από το                    και τρέχαμε με σκονισμένα παπούτσια
               παιδί που ήμουνα, θυμάμαι…                              και ποδήλατα κι ο Τζακ να καλπάζει

               Η άνοιξη δεν ξέρει από λουριά, δεν ξέ-                  ελεύθερος, μακριά μου χωρίς το λου-
               ρει από χαλινάρια.                                      ρί και νόμιζα ότι το κάνει επίτηδες για

               Αχαλίνωτη είναι πάντα η άνοιξη και οι                   να με διαολίσει, την ένιωθα όμως τη
               πρωτομαγιές δεν ξέρουν από εργατι-                      χαρά του και τη μοιραζόμασταν όταν

               κούς αγώνες και μεροκάματα και θυσίες                   μετά από ώρα, μετά από πολλές φω-

               και τέτοια. Δεν απεργούν οι οργασμοί                    νές και πετροβολήματα ερχόταν τελι-
               την Πρωτομαγιά.                                         κά κοντά μου, κουνώντας την ουρά

               Ανθίζουν δέντρα και λουλούδια· σώμα-                    του και τον χάιδευα, κι εκείνος με τη
               τα, χέρια και στόματα συναντιούνται.                    γλώσσα έξω, λαχανιασμένος κι αυτός,

               Μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι τα λου-                   κοίταζε με απλανές βλέμμα τον ουρα-
               λούδια ανθίζουν για να κάνουμε στεφά-                   νό και λοξά εμένα μ’ εκείνο το βλέμμα
   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73