Page 67 - mag_57
P. 67

του Κωστή A. Μακρή











               «Μην τυχόν τον λύσεις και τρέχουμε να                 και τον έρωτα που είχε απλώσει αυτή
               τον μαζέψουμε… Με το λουρί! Εντά-                     γύρω του.

               ξει;»                                                 Καμπουριασμένος  σαν  λυγισμένο  σα-
               Η προειδοποίησή τους.                                 λάμι.

               «Εντάξει. Με το λουρί…»                               Χωρίς ντροπή, χωρίς συστολή, χωρίς

               Η υποταγή μου.                                        υποκρισία.
               Και τον λυπόμουνα τον Τζακ που το                     Με το μάτι του ν’ ασπρίζει και να κοι-

               λουρί τού τραβούσε τη λαιμαριά κι                     τάζει πέρα μακριά σε μια ζωή χωρίς
               έσφιγγε τον ασπρόμαυρο λαιμό του κι                   λουριά, γεμάτη έρωτα κι ελευθερία. Κι

               ένας ρόγχος, ένα βραχνό λαχάνιασμα                    αυτός και η σκύλα που τον δεχόταν σαν
               έβγαινε από τη μακρουλή μουσούδα                      νόμιμο άντρα και σύζυγό της, σ’ έναν

               του και με τη γλώσσα έξω πάσχιζε να                   γάμο νομιμοποιημένο από την άνοιξη,
               λευτερωθεί, κι εγώ δεσμοφύλακας στα                   τη φύση και τις ορμόνες τους.

               δέκα μου για έναν τόσο αγαπημένο και                  Χωρίς κουφέτα, χωρίς παπάδες, χωρίς
               τόσο ακίνδυνο κρατούμενο.                             κουμπάρους, χωρίς πεθερικά και το σόι

               Μέχρι που δεν άντεχα άλλο και του                     τους, χωρίς χαρτιά και ταυτότητες και                      67
               έλυνα το λουρί.                                       όλα εκείνα τα νόμιμα λουριά που δέ-

               Παρ’ όλο που ήξερα ότι πάλι θα μου                    νουν τους ανθρώπους.
               ’βγαζε την πίστη μέχρι να τον ξαναμα-                 Με μάρτυρες του μυστηρίου κάτι ψωρα-

               ζέψω μετά, καθώς έπαιρνε στο κατόπι                   λέους κόπρους, άεργους και λιγούρη-
               όλες τις σκύλες της γειτονιάς· κι εγώ                 δες, που χάζευαν από δίπλα, γαβγίζο-

               να τρέχω πίσω του, δεσμοφύλακάς του                   ντας πού και πού, με ύφος σαλιάρικο,
               και  δεσμώτης  της  ευθύνης  μου,  που                υποτακτικό και θλιμμένο που η έτοι-

               μου την είχαν αναθέσει κι εγώ εθελο-                  μη σκύλα τούς είχε απορρίψει και είχε
               ντικά αποζητούσα καθώς μ’ άρεσε να                    αποφασίσει με απολύτως αδιαφανή

               τρέχω μαζί με τον φίλο μου τον Τζακ.                  κριτήρια να δοθεί στον κομψό και σπι-
               Φορτωμένος και με την ενοχή μου που                   τωμένο Τζακ.

               τον έλυσα.                                            Αλλά κι εμένα να μαρτυρώ το μυστήριο
               Πάντα με την ενδόμυχη κι ανομολόγη-                   του υμεναίου του Τζακ, μάθημα για τη

               τη ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα ήμουνα                  μελλοντική δική μου πράξη κι ας μην
               τυχερός και θα έβλεπα επιτέλους τον                   είχε έρθει ακόμα η ώρα των δικών μου

               Τζακ να καβαλάει καμιά πρόθυμη σκύ-                   ερώτων.
               λα και να κουνάει τον πισινό του και                  Αυτό όμως δεν το κατάφερνε παρά

               την κατεβασμένη ουρά του, να μετρά-                   πολύ σπάνια ο Τζακ.
 Για τον Τζακ, έναν παλιό μου φίλο.  ει την άνοιξη με το λοξό του βλέμμα   Αντί γι’αυτό, υπέγραφε. Συνέχεια. Κάθε
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72