Page 59 - mag_69
P. 59

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               λιού είχε τέσσερα μάτια και στο                       λάμψη.  Στην  κορυφή  του  πηγα-

               πάνω μέρος ένα ζευγάρι κεραίες,                       διού, διαγραφόταν ένας φωτει-
               οι οποίες ήταν μικρές.                                νός κύκλος. Είδα το πρόσωπο του

               Δεν θα πω πόσο κοπιαστικό ήταν                        χωροφύλακα, τα χέρια του, την

               το έργο μου. Πολλές φορές ζα-                         τροχαλία, το σκοινί και την Κατί-
               λίστηκα και ούρλιαξα μέσα στο                         να.

               μπουντρούμι αυτό, όταν το μέτρη-                      Κάθε άνθρωπος συγχέεται, βαθ-

               μα τελείωνε και τα πόδια μου λύ-                      μιαία, με τη μορφή της μοίρας
               γιζαν. Σιγά σιγά, όμως, βυθίστηκα                     του· κάθε άνθρωπος είναι, πάνω

               στην κίνηση των σαράντα ποδιών                        απ' όλα, οι περιστάσεις του. Πάνω

               και τότε ονειρεύτηκα; φαντάστη-                       από οτιδήποτε άλλο, ήμουν ένας
               κα; -τι διαφορά υπάρχει;- πως                         που τον έριξαν στο πηγάδι και

               μου φύτρωσαν σαράντα πόδια και                        που σώθηκε απ’ αυτό χάρις μιας

               μπορούσα να περπατήσω κάθετα                          σαρανταποδαρούσας. Γύρισα στο
               στον τοίχο του πηγαδιού. Ανέβαι-                      σπίτι μου, σαν να επέστρεφα στον                           59

               να ανέβαινα και πριν πλησιάσω το                      παράδεισο. Ευλόγησα την αυλή

               άνοιγμα που θα με οδηγούσε στο                        του, ευλόγησα τις κάμαρες, ευ-
               φως, ένιωσα το νερό να μπαίνει                        λόγησα τον φεγγίτη, ευλόγησα το

               στη μύτη μου και να πνίγομαι. Θα                      βασανισμένο μου κορμί, ευλόγη-

               πεθάνεις σύντομα  και  δεν είσαι                      σα το φως και την Κατίνα που μ’
               σαρανταποδαρούσα να σωθείς,                           έψαξε. Όσο για την σαρανταπο-

               σκέφτηκα.                                             δαρούσα δεν μπορούσα παρά να

               Ένιωσα χαμένος. Το νερό είχε γε-                      σκέφτομαι πως σίγουρα δεν είχε
               μίσει το στόμα μου, μπόρεσα όμως                      πρόθεση να με δηλητηριάσει  αν

               να φωνάξω: Ας με σκοτώσει ένα                         δεν το προκαλούσα εγώ κι αφήνω

               έντομο, το προτιμώ από τον άν-                        τα έντομα να περνοδιαβαίνουν
               θρωπο, αυτό δεν θα το κάνει με                        ήσυχα δίπλα μου τώρα που αναρ-

               κακία, θα το κάνει για να προστα-                     ρώνω απ’ το δηλητήριό της, χωρίς

               τευτεί. Κι έπιασα την σαρανταπο-                      ν’ ανατριχιάζω, πράγμα που δεν
               δαρούσα, την έβαλα πάνω στο                           μπορώ να αποφύγω με τους αν-

               λαιμό μου, με τις δαγκάνες της να                     θρώπους, γι’ αυτό αφήνω όλους
               χύσει δηλητήριο στο αίμα μου να                       να με ξεχάσουν, κλεισμένος εδώ

               σωθώ. Και τότε με τύφλωσε μια                         στην κάμαρά μου.
   54   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64